1 Και ειδον ουρανον νεον και γην νεαν· διοτι ο πρωτος ουρανος και η πρωτη γη παρηλθε, και η θαλασσα δεν υπαρχει πλεον.
2 Και εγω ο Ιωαννης ειδον την πολιν την αγιαν, την νεαν Ιερουσαλημ καταβαινουσαν απο του Θεου εκ του ουρανου, ητοιμασμενην ως νυμφην κεκοσμημενην δια τον ανδρα αυτης.
3 Και ηκουσα φωνην μεγαλην εκ του ουρανου, λεγουσαν· Ιδου, η σκηνη του Θεου μετα των ανθρωπων, και θελει σκηνωσει μετ' αυτων, και αυτοι θελουσιν εισθαι λαοι αυτου, και αυτος ο Θεος θελει εισθαι μετ' αυτων Θεος αυτων·
4 και θελει εξαλειψει ο Θεος παν δακρυον απο των οφθαλμων αυτων, και ο θανατος δεν θελει υπαρχει πλεον, ουτε πενθος ουτε κραυγη ουτε πονος δεν θελουσιν υπαρχει πλεον· διοτι τα πρωτα παρηλθον.
5 Και ειπεν ο καθημενος επι του θρονου· Ιδου, καμνω νεα τα παντα. Και λεγει προς εμε· Γραψον, διοτι ουτοι οι λογοι ειναι αληθινοι και πιστοι.
6 Και ειπε προς εμε· Ετελεσθη. Εγω ειμαι το Α και το Ω, η αρχη και το τελος. Εγω θελω δωσει εις τον διψωντα εκ της πηγης του υδατος της ζωης δωρεαν.
7 Ο νικων θελει κληρονομησει τα παντα, και θελω εισθαι εις αυτον Θεος και αυτος θελει εισθαι εις εμε υιος.
8 Οι δε δειλοι και απιστοι και βδελυκτοι και φονεις και πορνοι και μαγοι και ειδωλολατραι και παντες οι ψευσται θελουσιν εχει την μεριδα αυτων εν τη λιμνη τη καιομενη με πυρ και θειον· ουτος ειναι ο δευτερος θανατος.
9 Και ηλθε προς εμε εις των επτα αγγελων των εχοντων τας επτα φιαλας τας πληρεις απο των επτα εσχατων πληγων, και ελαλησε μετ' εμου, λεγων· Ελθε, θελω σοι δειξει την νυμφην, του Αρνιου την γυναικα.
10 Και με εφερεν εν πνευματι επι ορος μεγα και υψηλον, και μοι εδειξε την πολιν την μεγαλην, την αγιαν Ιερουσαλημ, καταβαινουσαν εκ του ουρανου απο του Θεου,
11 εχουσαν την δοξαν του Θεου· και η λαμπροτης αυτης ητο ομοια με λιθον πολυτιμον, ως λιθον ιασπιν κρυσταλλιζοντα·
12 και ειχε τειχος μεγα και υψηλον, ειχε και δωδεκα πυλωνας, και εις τους πυλωνας δωδεκα αγγελους, και ονοματα επιγεγραμμενα, τα οποια ειναι των δωδεκα φυλων των υιων Ισραηλ.
13 Προς ανατολας πυλωνες τρεις, προς βορραν πυλωνες τρεις, προς νοτον πυλωνες τρεις, προς δυσμας πυλωνες τρεις.
14 Και το τειχος της πολεως ειχε θεμελια δωδεκα, και εν αυτοις τα ονοματα των δωδεκα αποστολων του Αρνιου.
15 Και ο λαλων μετ' εμου ειχε καλαμον χρυσουν, δια να μετρηση την πολιν και τους πυλωνας αυτης και το τειχος αυτης.
16 Και πολις κειται τετραγωνος, και το μηκος αυτης ειναι τοσουτον οσον και το πλατος. Και εμετρησε την πολιν με τον καλαμον εως δωδεκα χιλιαδας σταδιων· το μηκος και το πλατος και το υψος αυτης ειναι ισα.
17 Και εμετρησε το τειχος αυτης, εκατον τεσσαρακοντα τεσσαρων πηχων, κατα το μετρον του ανθρωπου, ηγουν του αγγελου.
18 Και η οικοδομησις του τειχους αυτης ητο ιασπις, και η πολις χρυσιον καθαρον, ομοια με υαλον καθαρον.
19 Και τα θεμελια του τειχους της πολεως ησαν κεκοσμημενα με παντα λιθον πολυτιμον· το πρωτον θεμελιον ιασπις, το δευτερον σαπφειρος, το τριτον χαλκηδων, το τεταρτον σμαραγδος,
20 το πεμπτον σαρδονυξ, το εκτον σαρδιος, το εβδομον χρυσολιθος, το ογδοον βηρυλλος, το εννατον τοπαζιον, το δεκατον χρυσοπρασος, το ενδεκατον υακινθος, το δωδεκατον αμεθυστος.
21 Και οι δωδεκα πυλωνες ησαν δωδεκα μαργαριται· εκαστος των πυλωνων ητο εξ ενος μαργαριτου και η πλατεια της πολεως χρυσιον καθαρον ως υαλος διαφανης.
22 Και ναον δεν ειδον εν αυτη· διοτι ναος αυτης ειναι ο Κυριος ο Θεος ο παντοκρατωρ και το Αρνιον.
23 Και η πολις δεν εχει χρειαν του ηλιου ουδε της σεληνης, δια να φεγγωσιν εν αυτη· διοτι η δοξα του Θεου εφωτισεν αυτην, και ο λυχνος αυτης ειναι το Αρνιον.
24 Και τα εθνη των σωζομενων θελουσι περιπατει εν τω φωτι αυτης· και οι βασιλεις της γης φερουσι την δοξαν και την τιμην αυτων εις αυτην.
25 Και οι πυλωνες αυτης δεν θελουσι κλεισθη την ημεραν· διοτι νυξ δεν θελει εισθαι εκει.
26 Και θελουσι φερει την δοξαν και την τιμην των εθνων εις αυτην.
27 Και δεν θελει εισελθει εις αυτην ουδεν το οποιον μιαινει και προξενει βδελυγμα και ψευδος, αλλα μονον οι γεγραμμενοι εν τω βιβλιω της ζωης του Αρνιου.
1 Ir aš pamačiau naują dangų ir naują žemę, nes pirmasis dangus ir pirmoji žemė praėjo ir jūros daugiau nebebuvo.
2 Ir aš, Jonas, išvydau šventąjį miestąnaująją Jeruzalę, nužengiančią iš dangaus nuo Dievo; ji buvo pasiruošusi kaip nuotaka, pasipuošusi savo sužadėtiniui.
3 Ir išgirdau galingą balsą, skambantį iš dangaus: "Štai Dievo buveinė tarp žmonių. Jis apsigyvens pas juos, ir jie bus Jo tauta, ir pats Dievas, jų Dievas, bus su jais.
4 Jis nušluostys kiekvieną ašarą nuo jų akių; nebebus daugiau mirties, nei liūdesio, nei dejonės, nei skausmo daugiau nebebus, nes kas buvo pirmiaupraėjo".
5 Ir Sėdintysis soste tarė: "Štai Aš visa darau nauja!" Jis pasakė man: "Rašyk, nes šitie žodžiai patikimi ir tikri".
6 Ir Jis man pasakė: "Įvyko! Aš esu Alfa ir Omega, Pradžia ir Pabaiga. Trokštančiam Aš duosiu dovanai gerti iš gyvenimo vandens šaltinio.
7 Nugalėtojas paveldės viską, ir Aš būsiu jo Dievas, o jis bus mano sūnus.
8 Bet bailiams, netikintiems, nešvankėliams, žudikams, ištvirkėliams, burtininkams, stabmeldžiams ir visiems melagiams skirta dalis ežere, kuris dega ugnimi ir siera; tai yra antroji mirtis".
9 Tada prie manęs priėjo vienas iš septynių angelų, turėjusių septynis dubenis, pilnus septynių paskutinių negandų, ir pasakė man: "Eikš, aš tau parodysiu nuotaką, Avinėlio sužadėtinę".
10 Ir jis nunešė mane dvasioje ant didelio ir aukšto kalno, ir parodė man miestą, šventąją Jeruzalę, nusileidžiančią iš dangaus nuo Dievo,
11 žėrinčią Dievo šlove. Jos švytėjimas tarsi brangakmenio, tarsi jaspio akmens, tviskančio kaip krištolas.
12 Ji apjuosta didele ir aukšta siena su dvylika vartų, o ant vartų dvylika angelų ir užrašyti dvylikos Izraelio giminių vardai.
13 Nuo rytų pusės treji vartai, nuo šiaurės treji vartai, nuo pietų treji vartai ir nuo vakarų treji vartai.
14 Miesto sienos turi dvylika pamatų, ant kurių dvylikos Avinėlio apaštalų vardai.
15 Kalbantysis su manimi turėjo matąauksinę nendrę išmatuoti miestui, jo vartams ir sienoms.
16 Miestas išdėstytas keturkampiu: jo ilgis ir plotis lygūs. Jis išmatavo miestą nendre ir rado dvylika tūkstančių stadijų. Jo ilgis, plotis ir aukštis lygūs.
17 Jis išmatavo jo sienas ir rado šimtą keturiasdešimt keturias uolektis žmonių mastu, tiek pat ir angelo mastu.
18 Jo sienos sukrautos iš jaspio, o pats miestas iš gryno aukso, panašaus į vaiskų stiklą.
19 Miesto sienų pamatai papuošti visokiais brangakmeniais. Pirmas pamatas yra jaspio, antras safyro, trečias chalcedono, ketvirtas smaragdo,
20 penktas sardonikso, šeštas sardžio, septintas chrizolito, aštuntas berilio, devintas topazo, dešimtas chrizoprazo, vienuoliktas hiacinto, dvyliktas ametisto.
21 Dvylika vartųdvylika perlų, kiekvieni vartai iš vieno perlo. Ir miesto gatvėsgrynas auksas, tarsi vaiskus stiklas.
22 Bet jame nemačiau šventyklos, nes Viešpats, visagalis Dievas, ir Avinėlis yra jo šventykla.
23 Miestui apšviesti nereikia nei saulės, nei mėnulio, nes jame šviečia Dievo šlovė ir jo žiburys yra Avinėlis.
24 Ir išgelbėtos tautos vaikščios jo šviesoje, ir žemės karaliai atsineš į jį savo šlovę ir garbę.
25 Jo vartai nebus uždaromi dieną,nes tenai nebus nakties,
26 ir į jį bus atnešta tautų šlovė ir garbė.
27 Ir ten niekados nepateks, kas netyra, joks nešvankėlis ar melagis, o tiktai tie, kurie įrašyti Avinėlio gyvenimo knygoje.