1 Και εσταθην επι την αμμον της θαλασσης· και ειδον θηριον αναβαινον εκ της θαλασσης, το οποιον ειχε κεφαλας επτα και κερατα δεκα, και επι των κερατων αυτου δεκα διαδηματα και επι τας κεφαλας αυτου ονομα βλασφημιας.
2 Και το θηριον, το οποιον ειδον, ητο ομοιον με παρδαλιν, και οι ποδες αυτου ως αρκτου, και το στομα αυτου ως στομα λεοντος· και εδωκεν εις αυτο ο δρακων την δυναμιν αυτου και τον θρονον αυτου και εξουσιαν μεγαλην.
3 Και ειδον μιαν των κεφαλων αυτου ως πεπληγωμενην θανατηφορως· και η θαναφορος πληγη αυτου εθεραπευθη, και εθαυμασεν ολη η γη οπισω του θηριου,
4 και προσεκυνησαν τον δρακοντα, οστις εδωκεν εξουσιαν εις το θηριον, και προσεκυνησαν το θηριον, λεγοντες· Τις ομοιος με το θηριον; τις δυναται να πολεμηση με αυτο;
5 και εδοθη εις αυτο στομα λαλουν μεγαλα και βλαφημιας· και εδοθη εις αυτο εξουσια να καμη πολεμον τεσσαρακοντα δυο μηνας.
6 Και ηνοιξε το στομα αυτου εις βλαφημιαν εναντιον του Θεου, να βλαφημηση το ονομα αυτου και την σκηνην αυτου και τους κατοικουντας εν τω ουρανω.
7 Και εδοθη εις αυτο να καμη πολεμον με τους αγιους, και να νικηση αυτους, και εδοθη εις αυτο εξουσια επι πασαν φυλην και γλωσσαν και εθνος.
8 Και θελουσι προσκυνησει αυτο παντες οι κατοικουντες επι της γης, των οποιων τα ονοματα δεν εγραφησαν εν τω βιβλιω της ζωης του Αρνιου του εσφαγμενου απο καταβολης κοσμου.
9 Οστις εχει ωτιον, ας ακουση.
10 Οστις φερει εις αιχμαλωσιαν, εις αιχμαλωσιαν υπαγει. Οστις φονευση με μαχαιραν, πρεπει αυτος να φονευθη με μαχαιραν. Εδω ειναι η υπομονη και η πιστις των αγιων.
11 Και ειδον αλλο θηριον αναβαινον εκ της γης, και ειχε κερατα δυο ομοια με αρνιου, και ελαλει ως δρακων.
12 Και ενηργει ολην την εξουσιαν του πρωτου θηριου ενωπιον αυτου. Και εκαμε την γην και τους κατοικουντας εν αυτη να προσκυνησωσι το θηριον το πρωτον, του οποιου εθεραπευθη η θανατηφορος πληγη.
13 Και εκαμνε σημεια μεγαλα, ωστε και πυρ εκαμνε να καταβαινη εκ του ουρανου εις την γην ενωπιον των ανθρωπων.
14 Και επλανα τους κατοικουντας επι της γης δια τα σημεια, τα οποια εδοθησαν εις αυτο να καμη ενωπιον του θηριου, λεγον προς τους κατοικουντας επι της γης να καμωσιν εικονα εις το θηριον, το οποιον εχει την πληγην της μαχαιρας και εζησε.
15 Και εδοθη εις αυτο να δωση πνευμα εις την εικονα του θηριου, ωστε και να λαληση η εικων του θηριου και να καμη, οσοι δεν προσκυνησωσι την εικονα του θηριου, να θανατωθωσι.
16 Και εκαμνε παντας, τους μικρους και τους μεγαλους και τους πλουσιους και τους πτωχους και τους ελευθερους και τους δουλους, να λαβωσι χαραγμα επι της χειρος αυτων της δεξιας η επι των μετωπων αυτων,
17 και να μη δυναται μηδεις να αγοραση η να πωληση, ειμη ο εχων το χαραγμα, η το ονομα του θηριου η τον αριθμον του ονοματος αυτου.
18 Εδω ειναι η σοφια· οστις εχει τον νουν, ας λογαριαση τον αριθμον του θηριου, διοτι ειναι αριθμος ανθρωπου· και ο αριθμος αυτου ειναι χξς'.
1 Aš stovėjau ant jūros kranto. Ir išvydau iš jūros išnyrant žvėrį, turintį septynias galvas ir dešimt ragų, o ant jo ragų buvo dešimt diademų ir ant jo galvų piktžodžiavimo vardas.
2 Žvėris, kurį mačiau, buvo panašus į leopardą; jo kojos tarytum lokio kojos, o jo snukislyg liūto snukis. Slibinas davė jam savo jėgą, savo sostą ir didelę valdžią.
3 Ir aš mačiau vieną iš jo galvų mirtinai sužeistą, tačiau jos mirštamoji žaizda užgijo. Ir visa žemė stebėdamasi nusekė paskui žvėrį.
4 Žmonės garbino slibiną, kuris atidavė valdžią žvėriui. Jie garbino žvėrį, sakydami: "Kas galėtų lygintis su žvėrimi, ir kas galėtų kovoti su juo!"
5 Jam buvo duotas snukis kalbėti išdidžiai ir piktžodžiauti, ir duota valdžia taip daryti per keturiasdešimt du mėnesius.
6 Ir jis atvėrė nasrus piktžodžiauti Dievui, piktžodžiauti Jo vardui, Jo buveinei ir dangaus gyventojams.
7 Jam buvo duota kovoti su šventaisiais ir juos nugalėti. Jam buvo suteikta valdžia visoms gentims, kalboms ir tautoms.
8 Ir jį garbins visi tie žemės gyventojai, kurių vardai neįrašyti nuo pasaulio sutvėrimo nužudytojo Avinėlio gyvenimo knygoje.
9 Kas turi ausis, teklauso.
10 Jei kas veda į nelaisvę, pats į nelaisvę eis. O kas žudo kalaviju, turės nuo kalavijo žūti. Čia šventųjų ištvermė ir tikėjimas!
11 Ir aš pamačiau kitą žvėrį, ateinantį iš žemės. Jis turėjo du ragus, panašius į Avinėlio, ir kalbėjo kaip slibinas.
12 Jis naudojasi visa pirmojo žvėries valdžia jo akivaizdoje ir verčia žemę bei jos gyventojus garbinti pirmąjį žvėrį, kurio mirštama žaizda užgijo.
13 Jis daro didžius ženklus, netgi, žmonėms matant, nuleidžia ugnį iš dangaus į žemę.
14 Jis suvedžioja žemės gyventojus tais ženklais, kuriuos jam buvo duota daryti žvėries akyse, sakydamas žemės gyventojams padaryti žvėries atvaizdą, kuris gavo žaizdą nuo kalavijo ir išgijo.
15 Jam buvo duota suteikti žvėries atvaizdui dvasią, kad žvėries atvaizdas imtų kalbėti, ir padaryti taip, kad visi, kurie atsisakys garbinti žvėries atvaizdą, būtų nužudyti.
16 Jis vertė visus, mažus ir didelius, turtuolius ir vargšus, laisvuosius ir vergus, pasidaryti ženklą ant dešinės rankos arba ant kaktos,
17 kad nė vienas negalėtų nei pirkti, nei parduoti, jei neturės to ženklo ar žvėries vardo, ar jo vardo skaičiaus.
18 Čia slypi išmintis! Kas turi išmanymą, teapskaičiuoja žvėries skaičių, nes tai žmogaus skaičius; jo skaičius yra šeši šimtai šešiasdešimt šeši.