1 Portanto, meus amados e saudosos irmãos, minha alegria e coroa, estai assim firmes no Senhor, caríssimos.

2 Rogo a Evódia e rogo a Síntique que sintam o mesmo no Senhor.

3 A ti, fiel companheiro, também suplico que as ajudes, porque trabalharam comigo no Evangelho, e em companhia de Clemente com os outros meus cooperadores, cujos nomes estão no livro da vida.

4 Regozijai-vos sempre no Senhor; outra vez digo, regozijai-vos.

5 A vossa mansidão seja conhecida de todos os homens. O Senhor está perto.

6 Não andeis cuidadosos de coisa alguma, antes em tudo sejam conhecidos os vossos pedidos diante de Deus pela oração e pela súplica com ações de graças.

7 A paz de Deus, que excede todo o entendimento, guardará os vossos corações e os vossos pensamentos em Cristo Jesus.

8 Finalmente, irmãos, tudo o que é verdadeiro, tudo o que é venerável, tudo o que é justo, tudo o que é puro, tudo o que é amável, tudo o que é de boa fama, se há alguma virtude e se há algum louvor, seja isso o que ocupe os vossos pensamentos.

9 O que também aprendestes, recebestes e ouvistes de mim e em mim vistes, isso praticai; e o Deus de paz será convosco.

10 Muito me alegro no Senhor de que já por fim tenhais renovado o vosso cuidado para comigo, o qual sempre tínheis, mas vos faltava oportunidade.

11 Não digo isto por causa da necessidade: pois eu da minha parte tenho aprendido a contentar-me com as circunstâncias em que me acho.

12 Sei ainda viver na penúria, e sei também viver na abundância; em tudo e em todas as coisas sei o que é ter fartura e ter fome, ter abundância e padecer necessidade.

13 Tudo posso naquele que me fortalece.

14 Entretanto fizestes bem em tomar parte na minha tribulação.

15 Também vós sabeis, filipenses, que no princípio da minha pregação do Evangelho, quando parti da Macedônia, nenhuma igreja comunicou comigo na relação de dar e receber, senão vós somente,

16 porque estando eu ainda em Tessalônica, mandastes não uma vez, mas duas, a acudir às minhas necessidades.

17 Não é porque procure eu dádivas, mas procuro o fruto que cresça para a vossa conta.

18 Porém tenho todo o necessário, em tudo tenho abundância; estou cheio, tendo recebido de Epafrodito o que me mandastes, com um cheiro suave, como um sacrifício aceitável e aprazível a Deus.

19 Meu Deus suprirá todas as vossas necessidades conforme as suas riquezas na glória em Cristo Jesus.

20 Ora, a nosso Deus e Pai seja dada glória pelos séculos dos séculos. Amém.

21 Saudai a cada um dos santos em Cristo Jesus. Os irmãos que estão comigo, vos saúdam.

22 Todos os santos vos saúdam, especialmente os da casa de César.

23 A graça do Senhor Jesus Cristo seja com o vosso espírito.

1 Οθεν, αδελφοι μου αγαπητοι και επιποθητοι, χαρα και στεφανος μου, ουτω στεκεσθε εν Κυριω, αγαπητοι.

2 Παρακαλω την Ευωδιαν, παρακαλω και την Συντυχην, να φρονωσι το αυτο εν Κυριω·

3 και παρακαλω και σε, συντροφε γνησιε, βοηθει αυτας αιτινες συνηγωνισθησαν μετ' εμου εις το ευαγγελιον ομου και με τον Κλημεντα και τους λοιπους συνεργους μου, των οποιων τα ονοματα ειναι εν βιβλιω ζωης.

4 Χαιρετε εν Κυριω παντοτε· παλιν θελω ειπει, Χαιρετε.

5 Η επιεικεια σας ας γεινη γνωστη εις παντας τους ανθρωπους. Ο Κυριος ειναι πλησιον.

6 Μη μεριμνατε περι μηδενος, αλλ' εν παντι πραγματι ας γνωριζωνται τα ζητηματα σας προς τον Θεον μετ' ευχαριστιας δια της προσευχης και της δεησεως.

7 Και η ειρηνη του Θεου η υπερεχουσα παντα νουν θελει διαφυλαξει τας καρδιας σας και τα διανοηματα σας δια του Ιησου Χριστου.

8 Το λοιπον, αδελφοι, οσα ειναι αληθη, οσα σεμνα, οσα δικαια, οσα καθαρα, οσα προσφιλη, οσα ευφημα, αν υπαρχη τις αρετη και εαν τις επαινος, ταυτα συλλογιζεσθε·

9 εκεινα τα οποια και εμαθετε και παρελαβετε και ηκουσατε και ειδετε εν εμοι, ταυτα πραττετε και ο Θεος της ειρηνης θελει εισθαι μεθ' υμων.

10 Εχαρην δε εν Κυριω μεγαλως οτι τωρα τελος παντων εδειξατε αναθαλλουσαν την υπερ εμου φροντιδα· περι του οποιου και εφροντιζετε, πλην δεν ειχετε ευκαιριαν.

11 Ουχι οτι λεγω τουτο διοτι υστερουμαι· επειδη εγω εμαθον να ημαι αυταρκης εις οσα εχω.

12 Εξευρω να ταπεινονωμαι, εξευρω και να περισσευωμαι· εν παντι τοπω και κατα παντα ειμαι δεδιδαγμενος και να χορταζωμαι και να πεινω, και να περισσευωμαι και να υστερωμαι·

13 τα παντα δυναμαι δια του ενδυναμουντος με Χριστου.

14 Πλην καλως επραξατε γενομενοι συγκοινωνοι εις την θλιψιν μου.

15 Εξευρετε δε και σεις, Φιλιππησιοι, οτι εν αρχη του ευαγγελιου, οτε εξηλθον απο Μακεδονιας, ουδεμια εκκλησια συνεκοινωνησε μετ' εμου περι δοσεως και ληψεως, ειμη σεις μονοι,

16 διοτι και εν Θεσσαλονικη και απαξ και δις μοι επεμψατε εις την χρειαν μου.

17 Ουχι οτι ζητω το δωρον, αλλα ζητω τον καρπον τον πλεοναζοντα εις λογαρισμον σας.

18 Εχω ομως παντα και περισσευομαι· ενεπλησθην δεχθεις παρα του Επαφροδιτου τα σταλεντα απο σας, οσμην ευωδιας, θυσιαν δεκτην, ευαρεστον εις τον Θεον.

19 Ο δε Θεος μου θελει εκπληρωσει πασαν χρειαν σας κατα τον πλουτον αυτου εν δοξη δια Ιησου Χριστου.

20 Εις δε τον Θεον και Πατερα ημων εστω η δοξα εις τους αιωνας των αιωνων· αμην.

21 Ασπασθητε παντα αγιον εν Χριστω Ιησου. Σας ασπαζονται οι μετ' εμου αδελφοι.

22 Σας ασπαζονται παντες οι αγιοι, μαλιστα δε οι εκ της οικιας του Καισαρος.

23 Η χαρις του Κυριου ημων Ιησου Χριστου ειη μετα παντων υμων· αμην.