1 De Sitim enviou Josué, filho de Num, dois homens secretamente como espias, e disse-lhes: Ide reconhecer bem a terra, e Jericó. Foram e entraram na casa duma prostituta que se chamava Raabe, e ali pousaram.
2 E deu-se notícia ao rei de Jericó, dizendo: Eis que entraram aqui de noite uns homens dos filhos de Israel para espiar a terra.
3 Mandou o rei de Jericó dizer a Raabe: Faze sair os homens que vieram a ti, e entraram na tua casa, porque vieram a espiar toda a terra.
4 A mulher, tomando os dois homens, os escondeu, e disse: É verdade que os homens vieram a mim, mas eu não sabia donde eram.
5 Quando se fechava a porta, sendo já escuro, saíram, não sei para onde foram. Ide após eles depressa, porque os alcançareis.
6 Ela, porém, os tinha feito subir ao eirado, e os tinha coberto com as hastes de linho, que havia disposto em ordem sobre o eirado.
7 Os homens foram seguindo após os espias pelo caminho do Jordão até os váus; e logo que saíram, fechou-se a porta.
8 Antes que os espias se deitassem, ela foi ter com eles ao eirado
9 e disse-lhes: Sei que Jeová vos deu a terra, que o terror do vosso nome caiu sobre nós e que todos os habitantes da terra se derretem na vossa presença.
10 Porque temos ouvido que Jeová secou as águas do mar Vermelho diante de vós, quando saístes do Egito; e também o que fizestes aos dois reis dos amorreus, que estavam além do Jordão: a Seom e a Ogue, a quem destruístes completamente.
11 Quando isso ouvimos, derreteram-se os nossos corações e não ficou alento em ninguém por vossa causa; porque Jeová vosso Deus é Deus em cima no céu e em baixo na terra.
12 Agora jurai-me por Jeová (visto que usei de misericórdia para convosco) que vós também usareis de misericórdia para com a casa de meu pai, e que me dareis um sinal seguro;
13 que conservareis em vida meu pai, minha mãe, meus irmãos, minhas irmãs, e tudo o que têm, e livrareis da morte as nossas vidas.
14 Responderam-lhe os homens: A nossa vida responde pela vossa, se não denunciardes esta nossa missão. Quando Jeová nos entregar a terra, usaremos para contigo de misericórdia e de fidelidade.
15 Ela os fez descer por uma corda pela janela, porque a casa em que residia estava sobre o muro da cidade.
16 Disse-lhes: Ide ao monte, para que não vos encontrem os perseguidores. Escondei-vos lá por três dias, até que eles voltem; e depois podereis tomar o vosso caminho.
17 Responderam-lhe os homens: Inocentes seremos no tocante a este juramento que nos fizeste jurar.
18 Eis que quando nós entrarmos na terra, atarás este cordão de fio escarlate à janela pela qual nos fizeste descer; e recolherás em casa contigo teu pai, tua mãe, teus irmãos e toda a casa do teu pai.
19 Qualquer que sair para fora das portas da tua casa, o seu sangue lhe cairá sobre a cabeça, e nós seremos inocentes; e o sangue de qualquer que estiver contigo em casa, nos cairá sobre a cabeça, se alguém o tocar.
20 Porém, se denunciares esta nossa missão, seremos inocentes no tocante a este juramento que nos fizeste jurar.
21 Respondeu ela: Segundo as vossas palavras, assim seja. Então os mandou embora, e eles se foram. Ela atou o cordão de escarlate à janela.
22 Partiram e chegaram ao monte, e ali ficaram três dias, até que voltaram os perseguidores; estes os buscaram por todo o caminho, porém não os acharam.
23 Então os dois homens deram volta, desceram do monte, passaram o rio e chegaram a Josué, filho de Num; e lhe contaram tudo o que lhes havia acontecido.
24 Disseram a Josué: Jeová nos entregou toda a terra nas mãos; e além disso todos os habitantes da terra se derretem diante de nós.
1 Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει.
2 Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην.
3 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου· διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην.
4 Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν·
5 ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον· δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες· τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους.
6 Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος.
7 Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων· και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη.
8 Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα.
9 Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην· και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ' ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας·
10 επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου· και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε·
11 και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας· διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω.
12 Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου· και δοτε εις εμε σημειον πιστεως,
13 οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου.
14 Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε.
15 Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος· διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει.
16 Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες· και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες· και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας.
17 Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν·
18 ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας· και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν·
19 και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι· οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ' αυτον·
20 αλλ' εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν.
21 Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν· αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα.
22 Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες· και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ' ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν.
23 Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους.
24 Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην· και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων.