1 Levantou-se Josué de madrugada e, partindo de Sitim ele e todos os filhos de Israel, vieram ao Jordão e ali pousaram, antes que passassem.

2 Passados três dias atravessaram os oficiais pelo meio do arraial,

3 e ordenaram ao povo, dizendo: Quando virdes a arca da aliança de Jeová vosso Deus, e os levitas sacerdotes levando-a, partireis do vosso lugar, e seguireis após ela.

4 Contudo haverá um espaço entre vós e ela, de cerca de dois mil cúbitos medidos. Não vos aproximeis dela, para que saibais o caminho pelo qual haveis de ir, porque nunca dantes passastes por este caminho.

5 Disse Josué ao povo: Santificai-vos; porque amanhã Jeová fará maravilhas entre vós.

6 Falou Josué aos sacerdotes: Levantai a arca da aliança, e passai adiante do povo. Tendo levantado a arca, caminharam adiante do povo.

7 Então disse Jeová a Josué: Hoje começarei a engrandecer-te à vista de todo o Israel, para que saibam que, como fui com Moisés, assim serei contigo.

8 Tu ordenarás aos sacerdotes que levam a arca da aliança, dizendo: Quando chegardes à beira das águas do Jordão, parai aí.

9 Josué disse aos filhos de Israel: Chegai-vos para cá, e ouvi as palavras de Jeová vosso Deus.

10 Acrescentou Josué: Nisto conhecereis que o Deus vivo está entre vós, e que sem falta expulsará de diante de vós os cananeus, os heteus, os heveus, os ferezeus, os girgaseus, os amorreus e os jebuseus.

11 Eis que a arca da aliança do Senhor de toda a terra está passando adiante de vós para o Jordão.

12 Tomai-vos agora doze homens das tribos de Israel, para cada tribo um homem.

13 Quando as plantas dos pés dos sacerdotes que levam a arca de Jeová, Senhor de toda a terra, descansarem nas águas do Jordão, serão elas cortadas, a saber, as que vêm de cima, e pararão feitas num corpo.

14 Quando o povo saiu das suas tendas para passar o Jordão, estando adiante do povo os sacerdotes que levavam a arca da aliança;

15 e quando estes chegaram ao Jordão, e os seus pés se molharam na beira da água (porque o Jordão trasborda todas as suas margens durante todo o tempo da ceifa),

16 as águas que vinham de cima pararam, e levantaram-se num montão, mui longe, na altura de Adão, cidade que está junto a Zaretã; e as que desciam para o mar da Arabá, isto é, o mar Salgado, foram de todo cortadas. O povo passou bem em frente de Jericó.

17 Os sacerdotes que levavam a arca da aliança de Jeová conservaram-se firmes sobre a terra seca no meio do Jordão, e todo o Israel ia passando a pé enxuto, até acabar de passar a nação toda.

1 Και εξηγερθη ο Ιησους πρωι· και ανεχωρησαν εκ Σιττειμ και ηλθον εως του Ιορδανου, αυτος και παντες οι υιοι Ισραηλ, και διενυκτερευσαν εκει πριν διαβωσι.

2 μετα δε τρεις ημερας επερασαν δια μεσον του στρατοπεδου οι αρχοντες,

3 και προσεταξαν τον λαον, λεγοντες, Οταν ιδητε την κιβωτον της διαθηκης Κυριου του Θεου σας και τους ιερεις τους Λευιτας βασταζοντας αυτην, τοτε σεις θελετε κινηθη απο των τοπων σας και υπαγει οπισω αυτης·

4 πλην ας ηναι διαστημα μεταξυ υμων και εκεινης, εως δυο χιλιαδων πηχων κατα το μετρον, μη πλησιασητε εις αυτην, δια να γνωριζητε την οδον την οποιαν πρεπει να βαδιζητε· διοτι δεν επερασατε την οδον ταυτην χθες και προχθες.

5 Και ειπεν ο Ιησους προς τον λαον, Καθαρισθητε, διοτι αυριον θελει καμει ο Κυριος εν μεσω υμων θαυμασια.

6 Και ειπεν ο Ιησους προς τους ιερεις λεγων, Σηκωσατε την κιβωτον της διαθηκης και προπορευεσθε εμπροσθεν του λαου. Και εσηκωσαν την κιβωτον της διαθηκης και επορευοντο εμπροσθεν του λαου.

7 Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Εν τη ημερα ταυτη αρχιζω να σε μεγαλυνω ενωπιον παντος του Ισραηλ· δια να γνωρισωσιν οτι, καθως ημην μετα του Μωυσεως, θελω εισθαι και μετα σου·

8 συ λοιπον προσταξον τους ιερεις τους βασταζοντας την κιβωτον της διαθηκης, λεγων, Οταν φθασητε εις το χειλος του υδατος του Ιορδανου, θελετε σταθη εν τω Ιορδανη.

9 Και ειπεν ο Ιησους προς τους υιους Ισραηλ, Προσελθετε ενταυθα και ακουσατε τους λογους Κυριου του Θεου σας.

10 Και ειπεν ο Ιησους, Εκ τουτου θελετε γνωρισει, οτι ο Θεος ο ζων ειναι εν τω μεσω υμων, και οτι κατα κρατος θελει εξολοθρευσει απ' εμπροσθεν σας τους Χαναναιους και τους Χετταιους και τους Ευαιους και τους Φερεζαιους και τους Γεργεσαιους και τους Αμορραιους και τους Ιεβουσαιους·

11 ιδου, η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου πασης της γης προβαινει εμπροσθεν σας εις τον Ιορδανην·

12 και τωρα εκλεξατε εις εαυτους δωδεκα ανδρας απο των φυλων του Ισραηλ, ανα ενα ανδρα κατα φυλην·

13 και καθως τα ιχνη των ποδων των ιερεων, των βασταζοντων την κιβωτον του Κυριου, του Κυριου πασης της γης, πατησωσιν εν τοις υδασι του Ιορδανου, τα υδατα του Ιορδανου θελουσι διακοπη, τα υδατα τα καταβαινοντα ανωθεν, και θελουσι σταθη εις σωρον ενα.

14 Και καθως εσηκωθη ο λαος εκ των σκηνων αυτων, δια να διαβωσι τον Ιορδανην, και οι ιερεις οι βασταζοντες την κιβωτον της διαθηκης εμπροσθεν του λαου,

15 και καθως ηλθον οι βασταζοντες την κιβωτον εως του Ιορδανου, και οι ποδες των ιερεων των βασταζοντων την κιβωτον εβραχησαν κατα το χειλος του υδατος, διοτι ο Ιορδανης πλημμυρει καθ' ολας τας οχθας αυτου πασας τας ημερας του θερισμου,

16 εσταθησαν τα υδατα τα καταβαινοντα ανωθεν και υψωθησαν εις ενα σωρον πολυ μακραν, απο της πολεως Αδαμ, ητις ειναι εις τα πλαγια της Ζαρεταν· τα δε καταβαινοντα κατω προς την θαλασσαν της πεδιαδος, την αλμυραν θαλασσαν, αποκοπεντα εξελιπον· και ο λαος επερασε κατεναντι της Ιεριχω.

17 Και οι ιερεις, οι βασταζοντες την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, ισταντο στερεοι επι ξηρας εν μεσω του Ιορδανου· και παντες οι Ισραηλιται διεβαινον δια ξηρας, εωσου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων τον Ιορδανην.