1 Não te glories do dia de amanhã, Porque não sabes o que um dia pode dar à luz.

2 Seja outro o que te louve, e não a tua boca; Seja um estrangeiro, e não os teus lábios.

3 A pedra é pesada, e a areia é carregada; Mas a cólera dum insensato é mais pesada do que ambas elas.

4 Cruel é o furor, e impetuosa é a ira; Mas quem pode resistir a inveja?

5 Melhor é a repreensão aberta Do que o amor escondido.

6 Fiéis são as feridas dum amigo, Mas os beijos dum inimigo são enganadores.

7 A alma farta pisa ao favo de mel, Mas para o faminto todo o amargo é doce.

8 Como o pássaro que vagueia do seu ninho, Assim é o homem que vagueia do seu lugar.

9 O óleo e o perfume alegram o coração, O mesmo fazem os doces conselhos dum amigo afetuoso.

10 Não abandones o teu amigo, ou o amigo de teu pai; E não entres na casa de teu irmão no dia da tua calamidade. Mais vale um vizinho que está perto do que um irmão que está longe.

11 Filho meu, sê sábio, e alegra ao meu coração, Para que eu responda àquele que me vitupera.

12 O homem prudente vê o mal, e esconde-se; Mas os simples passam adiante e recebem dano.

13 Deve-se tirar o vestido àquele que é fiador por outro, E tomar como penhor quem se obriga por uma mulher estranha.

14 Quem bendiz ao seu amigo em alta voz, levantando-se de manhã cedo, Isso lhe será contado como maldição.

15 A goteira continua num dia chuvoso, E a mulher contenciosa são semelhantes.

16 Aquele que quer retê-la, retém o vento, E a sua direita pega em óleo.

17 O ferro com o ferro se aguça, Assim o homem aguça o rosto do seu amigo.

18 Quem guarda a figueira, comerá do fruto dela; E aquele que ministra ao seu senhor, será honrado.

19 Como na água o rosto corresponde ao rosto, Assim o coração do homem ao homem.

20 Cheol e Abadom nunca se fartam; E os olhos do homem nunca se saciam.

21 O crisol é para a prata, e o forno para o ouro; E o homem é provado pelos louvores que recebe.

22 Ainda que pises num gral o insensato entre grãos pilados, Contudo dele não se apartará a sua estultícia.

23 Procura conhecer o estado dos teus rebanhos, Atende bem aos teus gados,

24 Porque as riquezas não duram para sempre. Acaso permanece a coroa para todas as gerações?

25 O feno é removido, aparece a erva verde E recolhem-se as ervas dos montes.

26 Os cordeiros são para te vestires, E os cabritos para o preço do campo.

27 Bastará o leite das cabras para o teu alimento, para o alimento da tua casa, E para o sustento das tuas escravas.

1 Μη καυχασαι εις την αυριον ημεραν· διοτι δεν εξευρεις τι θελει γεννησει η ημερα.

2 Ας σε επαινη αλλος και μη το στομα σου· ξενος, και μη τα χειλη σου.

3 Βαρυς ειναι ο λιθος και δυσβαστακτος η αμμος· αλλ' η οργη του αφρονος ειναι βαρυτερα των δυο.

4 Ο θυμος ειναι σκληρος και η οργη οξεια· αλλα τις δυναται να σταθη εμπροσθεν της ζηλοτυπιας;

5 Ο φανερος ελεγχος ειναι καλητερος παρα κρυπτομενη αγαπη·

6 πληγαι φιλου ειναι πισται· φιληματα δε εχθρων πολυαριθμα.

7 Κεχορτασμενη ψυχη αποστρεφεται την κηρηθραν· εις δε την πεινασμενην ψυχην παν πικρον φαινεται γλυκυ.

8 Ως το πτηνον το αποπλανωμενον απο της φωλεας αυτου, ουτως ειναι ο ανθρωπος ο αποπλανωμενος απο του τοπου αυτου.

9 Τα μυρα και τα θυμιαματα ευφραινουσι την καρδιαν, και η γλυκυτης του φιλου δια της εγκαρδιου συμβουλης.

10 Τον φιλον σου και τον φιλον του πατρος σου μη εγκαταλιπης· εις δε τον οικον του αδελφου σου μη εισελθης εν τη ημερα της συμφορας σου· διοτι καλητερον ειναι γειτων πλησιον παρα αδελφος μακραν.

11 Υιε μου, γινου σοφος και ευφραινε την καρδιαν μου, δια να εχω τι να αποκρινωμαι προς τον ονειδιζοντα με.

12 Ο φρονιμος προβλεπει το κακον και κρυπτεται· οι αφρονες εξακολουθουσι και τιμωρουνται.

13 Λαβε το ιματιον του εγγυωμενου δια ξενον και λαβε ενεχυρον απ' αυτου, εγγυωμενου περι ξενων πραγματων.

14 Ο εγειρομενος το πρωι και ευλογων μετα μεγαλης φωνης τον πλησιον αυτου θελει λογισθη ως καταρωμενος αυτον.

15 Ακαταπαυστον σταξιμον εν ημερα βροχερα, και φιλερις γυνη ειναι ομοια·

16 ο κρυπτων αυτην κρυπτει τον ανεμον· και το μυρον εν τη δεξια αυτου κρυπτομενον φωναζει.

17 Ο σιδηρος ακονιζει τον σιδηρον· και ο ανθρωπος ακονιζει το προσωπον του φιλου αυτου.

18 Ο φυλαττων την συκην θελει φαγει τον καρπον αυτης· και ο φυλαττων τον κυριον αυτου θελει τιμηθη.

19 Καθως εις το υδωρ ανταποκρινεται προσωπον εις προσωπον, ουτω καρδια ανθρωπου εις ανθρωπον.

20 Ο αδης και η απωλεια δεν χορταινουσι· και οι οφθαλμοι του ανθρωπου δεν χορταινουσιν.

21 Ο αργυρος δοκιμαζεται δια του χωνευτηριου και ο χρυσος δια της καμινου· ο δε ανθρωπος δια του στοματος των εγκωμιαζοντων αυτον.

22 Και αν κοπανισης δια κοπανου τον αφρονα εν ιγδιω μεταξυ σιτου κοπανιζομενου, η αφροσυνη αυτου δεν θελει χωρισθη απ' αυτου.

23 Προσεχε να γνωριζης την καταστασιν των ποιμνιων σου, και επιμελου καλως τας αγελας σου·

24 Διοτι ο πλουτος δεν μενει διαπαντος· ουδε το διαδημα απο γενεας εις γενεαν.

25 Ο χορτος βλαστανει και η χλοη αναφαινεται, και τα χορτα των ορεων συναγονται.

26 Τα αρνια ειναι δια τα ενδυματα σου, και οι τραγοι δια την πληρωμην του αγρου.

27 Και θελεις εχει αφθονον γαλα αιγων δια την τροφην σου, δια την τροφην του οικου σου και την ζωην των θεραπαινων σου.