1 Naquele dia haverá uma fonte aberta para a casa de Davi e para os habitantes de Jerusalém para remover o pecado e a imundícia.
2 Naquele dia, diz Jeová dos exércitos, cortarei da terra os nomes dos ídolos, e deles não haverá mais memória; também farei cessar da terra os profetas e o espírito imundo.
3 Se alguém ainda profetizar, seu pai e sua mãe que o geraram, lhe dirão: Não viverás; porque falas mentiras em nome de Jeová. Seu pai e sua mãe que o geraram, o traspassarão quando profetizar.
4 Naquele dia serão envergonhados os profetas, cada um da sua visão, quando profetizar; e não se vestirão de manto de pêlos para enganarem;
5 mas dirá: Não sou profeta, sou lavrador da terra; porque tenho sido feito escravo desde a minha mocidade.
6 Alguém lhe perguntará: Que são estas feridas entre os teus braços? Então responderá ele: As com que fui ferido na casa dos meus amigos.
7 Desperta, ó espada, contra o meu pastor e contra o homem que é o meu companheiro, diz Jeová dos exércitos; fere ao pastor, e espalhar-se-ão as ovelhas; e voltarei a minha mão para os pequeninos.
8 Em toda a terra, diz Jeová, duas partes nela serão exterminadas, e perecerão; mas a terceira ficará nela.
9 Farei passar a terceira parte pelo fogo, e os purificarei como se purifica a prata, e os provarei como se prova o ouro. Eles invocarão o meu nome, e eu os escutarei. Eu direi: São meu povo; e eles dirão: Jeová é o meu Deus.
1 Εν τη ημερα εκεινη θελει εισθαι πηγη ανεωγμενη εις τον οικον Δαβιδ και εις τους κατοικους της Ιερουσαλημ δια την αμαρτιαν και δια την ακαθαρσιαν.
2 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, θελω εξολοθρευσει τα ονοματα των ειδωλων απο της γης και δεν θελει πλεον εισθαι ενθυμησις αυτων, και ετι θελω αφαιρεσει τους προφητας και το πνευμα το ακαθαρτον απο της γης.
3 Και εαν τις προφητευη ετι, τοτε ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου οι γεννησαντες αυτον θελουσιν ειπει προς αυτον, δεν θελεις ζησει· διοτι ψευδη λαλεις εν τω ονοματι του Κυριου. Και ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου οι γεννησαντες αυτον θελουσι διατραυματισει αυτον, οταν προφητευη.
4 Και εν τη ημερα εκεινη οι προφηται θελουσι καταισχυνθη, εκαστος εκ της ορασεως αυτου, οταν προφητευη, και δεν θελουσιν ενδυεσθαι ενδυμα τριχινον δια να απατωσι.
5 Και θελει ειπει, Εγω δεν ειμαι προφητης· ειμαι ανθρωπος γεωργος· διοτι ανθρωπος με εμισθωσεν εκ νεοτητος μου.
6 Και εαν τις ειπη προς αυτον, Τι ειναι αι πληγαι αυται εν μεσω των χειρων σου; θελει αποκριθη, Εκειναι, τας οποιας επληγωθην εν τω οικω των φιλων μου.
7 Ρομφαια, εξυπνησον κατα του ποιμενος μου και κατα του ανδρος του συνεταιρου μου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων· παταξον τον ποιμενα και τα προβατα θελουσι διασκορπισθη· θελω ομως στρεψει την χειρα μου επι τους μικρους.
8 Και εν παση τη γη, λεγει Κυριος, δυο μερη θελουσιν εξολοθρευθη εν αυτη και εκλειψει, το δε τριτον θελει εναπολειφθη εν αυτη.
9 Και θελω περασει το τριτον δια πυρος· και θελω καθαρισει αυτους ως καθαριζεται το αργυριον, και θελω δοκιμασει αυτους ως δοκιμαζεται το χρυσιον· αυτοι θελουσιν επικαλεσθη το ονομα μου κα εγω θελω εισακουσει αυτους· θελω ειπει, ουτος ειναι λαος μου· και αυτοι θελουσιν ειπει, Ο Κυριος ειναι ο Θεος μου.