1 Ele me mostrou o sumo sacerdote Josué que estava diante do anjo de Jeová, e Satanás que estava à mão direita dele para ser o seu adversário.

2 Jeová disse a Satanás: Que Jeová te repreenda, ó Satanás; sim, repreenda-te Jeová que escolheu a Jerusalém: acaso não é este um tição tirado do fogo?

3 Ora Josué estava vestido de hábitos sujos, e posto em pé diante do anjo.

4 Este começou a falar e disse aos que estavam diante dele: Tirai-lhe estes hábitos sujos. A Josué disse: Eis que hei feito passar de ti a tua iniqüidade, e te vestirei de ricos trajos.

5 Eu disse: Ponham-lhe sobre a cabeça uma mitra limpa. Puseram-lhe, pois, sobre a cabeça uma mitra limpa, e vestiram-no de vestidos; e o anjo de Jeová estava perto, de pé.

6 O anjo de Jeová protestou a Josué, dizendo:

7 Assim diz Jeová dos exércitos: Se andares nos meus caminhos, e observares o que tenho prescrito, também tu julgarás a minha casa, e bem assim guardarás os meus átrios, e te permitirei entrar e sair entre os que estão aqui.

8 Ouve, pois, Josué, sumo sacerdote, tu e teus colegas que se assentam diante de ti; porque são homens de presságio; porquanto eis que farei vir o meu servo, o Renovo.

9 Eis a pedra que tenho posto diante de Josué; sobre uma só pedra são sete olhos. Eis que eu farei ao buril a sua escultura, diz Jeová dos exércitos, e tirarei a iniqüidade desta terra num só dia.

10 Naquele dia, diz Jeová dos exércitos, chamareis, cada um de vós ao seu próximo para debaixo da videira e para debaixo da figueira.

1 Και μοι εδειξε τον Ιησουν, τον ιερεα τον μεγαν, ισταμενον εμπροσθεν του αγγελου του Κυριου, και ο διαβολος ιστατο εκ δεξιων αυτου δια να αντισταθη εις αυτον.

2 Και ειπε Κυριος προς τον διαβολον, Θελει σε επιτιμησει ο Κυριος, διαβολε· ναι, θελει σε επιτιμησει ο Κυριος, οστις εξελεξε την Ιερουσαλημ· δεν ειναι ουτος δαυλος απεσπασμενος απο πυρος;

3 Ο δε Ιησους ητο ενδεδυμενος ιματια ρυπαρα και ιστατο ενωπιον του αγγελου.

4 Και απεκριθη και ειπε προς τους ισταμενους ενωπιον αυτου, λεγων, Αφαιρεσατε τα ιματια τα ρυπαρα απ' αυτου· και προς αυτον ειπεν, Ιδου, αφηρεσα απο σου την ανομιαν σου και θελω σε ενδυσει ιματια λαμπρα·

5 και ειπα, Ας επιθεσωσι μιτραν καθαραν επι την κεφαλην αυτου. Και επεθεσαν την μιτραν την καθαραν επι την κεφαλην αυτου και ενεδυσαν αυτον ιματια· ο δε αγγελος του Κυριου παριστατο.

6 Και διεμαρτυρηθη ο αγγελος του Κυριου προς τον Ιησουν, λεγων,

7 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Εαν περιπατησης εν ταις οδοις μου και εαν φυλαξης τας εντολας μου, τοτε συ θελεις κρινει ετι τον οικον μου και θελεις φυλαττει ετι τας αυλας μου και θελω σοι δωσει να περιπατης μεταξυ των ενταυθα ισταμενων.

8 Ακουε τωρα, Ιησου ο ιερευς ο μεγας, συ και οι εταιροι σου οι καθημενοι ενωπιον σου, επειδη αυτοι ειναι ανθρωποι θαυμασιοι· διοτι ιδου εγω θελω φερει εξω τον δουλον μου τον Βλαστον.

9 Διοτι ιδου, ο λιθος, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν του Ιησου, επι τον ενα τουτον λιθον ειναι επτα οφθαλμοι· ιδου, εγω θελω εγχαραξει το εγχαραγμα αυτου, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, και θελω εξαλειψει την ανομιαν της γης εκεινης εν μια ημερα.

10 Εν τη ημερα εκεινη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, θελετε προσκαλεσει εκαστος τον πλησιον αυτου υπο την αμπελον αυτου και υπο την συκην αυτου.