1 Moisés convocou todo o Israel e disse-lhe: Ouve, ó Israel, as leis e os preceitos que hoje proclamo aos teus ouvidos: aprende-os e pratica-os cuidadosamente.

2 O Senhor, nosso Deus, fez um pacto conosco em Horeb.

3 Não foi com os nossos pais que o Senhor fez essa aliança, mas conosco, que estamos hoje aqui ainda vivos.

4 Falou-nos o Senhor face a face no monte, do seio do fogo.

5 Durante aquele tempo, eu estava entre o Senhor e vós para transmitir-vos suas palavras, porque, aterrados pelo fogo, vós não subistes o monte. Ele disse:

6 eu sou o Senhor, teu Deus, que te tirei do Egito, da casa da servidão.

7 Não terás outro deus diante de mim.

8 Não farás para ti imagem de escultura representando o que quer que seja do que está em cima no céu, ou embaixo na terra, ou nas águas debaixo da terra.

9 Não te prostrarás diante delas para render-lhes culto, porque eu, o Senhor, teu Deus, sou um Deus zeloso, que castigo a iniqüidade dos pais nos filhos, até a terceira e a quarta geração daqueles que me odeiam,

10 mas uso de misericórdia até a milésima geração com aqueles que me amam e guardam os meus mandamentos.

11 Não pronunciarás em vão o nome do Senhor, teu Deus; porque o Senhor não terá por inocente aquele que tiver pronunciado em vão o seu nome.

12 Guardarás o dia do sábado e o santificarás, como te ordenou o Senhor, teu Deus.

13 Trabalharás seis dias e neles farás todas as tuas obras;

14 mas no sétimo dia, que é o repouso do Senhor, teu Deus, não farás trabalho algum, nem tu, nem teu filho, nem tua filha, nem teu servo, nem tua serva, nem teu boi, nem teu jumento, nem teus animais, nem o estrangeiro que vive dentro de teus muros, para que o teu escravo e a tua serva descansem como tu.

15 Lembra-te de que foste escravo no Egito, de onde a mão forte e o braço poderoso do teu Senhor te tirou. É por isso que o Senhor, teu Deus, te ordenou observasses o dia do sábado.

16 Honra teu pai e tua mãe, como te mandou o Senhor, para que se prolonguem teus dias e prosperes na terra que te deu o Senhor teu Deus.

17 Não matarás.

18 Não cometerás adultério.

19 Não furtarás.

20 Não levantarás falso testemunho contra o teu próximo.

21 Não cobiçarás a mulher de teu próximo. Não cobiçarás sua casa, nem seu campo, nem seu escravo, nem sua escrava, nem seu boi, nem seu jumento, nem nada do que lhe pertence.

22 Tais são as palavras que no monte, do meio do fogo, da nuvem e das trevas, o Senhor dirigiu com voz forte a toda a vossa assembléia, sem juntar mais nada. E escreveu-as em duas tábuas de pedra, que me entregou.

23 Ora, depois que ouvistes a voz que saía do meio das trevas e vistes o monte ardendo em fogo, viestes ter comigo com vossos chefes de tribos e vossos anciãos para dizer-me:

24 eis que o Senhor, nosso Deus, nos mostrou a sua glória e a sua grandeza, e ouvimos a sua voz do seio do fogo. Hoje vimos que Deus pode falar ao homem sem que este morra.

25 Por que, entretanto, nos exporemos à morte? Esse grande fogo nos devorará. Se continuarmos a ouvir a voz do Senhor, nosso Deus, morreremos.

26 Qual é o mortal que pode ouvir como nós a voz do Deus vivo, que fala do meio do fogo, e permanecer ainda vivo?

27 Quanto a ti, aproxima-te para ouvir o que dirá o Senhor, nosso Deus; dir-nos-ás depois tudo o que ele te disser. E nós, ouvindo-o, obedeceremos.

28 Ouvindo vossas palavras quando me faláveis, o Senhor disse-me: ouvi as palavras que esse povo te disse: está bem tudo o que disseram.

29 Ah, se tivessem sempre esse mesmo coração, para me temer e guardar meus mandamentos! Seriam então felizes para sempre, eles e seus filhos.

30 Vai e dize-lhes que voltem para as suas tendas.

31 Tu, porém, fica aqui comigo: vou expor-te todas as ordenações, as leis e os preceitos, que lhes ensinarás, para que as observem na terra que lhes dou em possessão.

32 Observai, pois, todas as ordens do Senhor, vosso Deus; não vos aparteis delas nem para a direita nem para a esquerda.

33 Seguireis exatamente o caminho que o Senhor, vosso Deus, vos traçou, a fim de que vivais e sejais felizes, e vossos dias se prolonguem na terra que ides possuir.

1 Και εκαλεσεν ο Μωυσης παντα τον Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Ακουε, Ισραηλ, τα διαταγματα και τας κρισεις, τας οποιας εγω λαλω εις τα ωτα υμων σημερον, δια να μαθητε αυτας, και να προσεχητε να εκτελητε αυτας.

2 Κυριος ο Θεος ημων εκαμε διαθηκην προς ημας εν Χωρηβ.

3 Δεν εκαμε την διαθηκην ταυτην ο Κυριος προς τους πατερας ημων, αλλα προς ημας, ημας οιτινες παντες ειμεθα ενταυθα σημερον ζωντες.

4 Προσωπον προς προσωπον ελαλησε Κυριος με σας εις το ορος εκ μεσου του πυρος,

5 εγω δε εστεκομην μεταξυ του Κυριου και υμων κατ' εκεινον τον καιρον, δια να σας φανερωσω τον λογον του Κυριου· διοτι ησθε πεφοβισμενοι εξ αιτιας του πυρος και δεν ανεβητε εις το ορος, λεγων.

6 Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, οστις σε εξηγαγον εκ γης Αιγυπτου, εξ οικου δουλειας.

7 Μη εχης αλλους θεους, πλην εμου.

8 Μη καμης εις σεαυτον ειδωλον, μηδε ομοιωμα τινος, οσα ειναι εν τω ουρανω ανω, η οσα ειναι εν τη γη κατω, η οσα ειναι εν τοις υδασιν υποκατω της γης

9 μη προσκυνησης αυτα μηδε λατρευσης αυτα· διοτι εγω Κυριος ο Θεος σου ειμαι Θεος ζηλοτυπος, ανταποδιδων τας αμαρτιας των πατερων επι τα τεκνα, εως τριτης και τεταρτης γενεας των μισουντων με·

10 και καμνων ελεος εις χιλιαδας γενεων των αγαπωντων με και φυλαττοντων τα προσταγματα μου.

11 Μη λαβης το ονομα Κυριου του Θεου σου επι ματαιω διοτι ο Κυριος δεν θελει αθωωσει τον λαμβανοντα το ονομα αυτου επι ματαιω.

12 Φυλαττε την ημεραν του σαββατου, δια να αγιαζης αυτην· καθως προσεταξεν εις σε Κυριος ο Θεος σου·

13 εξ ημερας εργαζου και καμνε παντα τα εργα σου·

14 η ημερα ομως η εβδομη ειναι σαββατον Κυριου του Θεου σου· μη καμης εν ταυτη ουδεν εργον, μητε συ μητε ο υιος σου μητε η θυγατηρ σου μητε ο δουλος σου μητε η δουλη σου μητε ο βους σου μητε ο ονος σου μητε κανεν εκ των κτηνων σου μητε ο ξενος σου ο εντος των πυλων σου δια να αναπαυθη ο δουλος σου και η δουλη σου καθως συ.

15 Και ενθυμου, οτι ησο δουλος εν τη γη της Αιγυπτου· και Κυριος ο Θεος σου σε εξηγαγεν εκειθεν εν χειρι κραταια και εν βραχιονι εξηπλωμενω· δια τουτο Κυριος ο Θεος σου προσεταξεν εις σε να φυλαττης την ημεραν του σαββατου.

16 Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου, καθως προσεταξεν εις σε Κυριος ο Θεος σου· δια να γεινης μακροχρονιος και δια να ευημερης επι της γης, την οποιαν διδει εις σε Κυριος ο Θεος σου.

17 Μη φονευσης.

18 Και μη μοιχευσης.

19 Και μη κλεψης.

20 Και μη ψευδομαρτυρησης κατα του πλησιον σου μαρτυριαν ψευδη.

21 Και μη επιθυμησης την γυναικα του πλησιον σου· μηδε επιθυμησης την οικιαν του πλησιον σου μητε τον αγρον αυτου μητε τον δουλον αυτου μητε την δουλην αυτου μητε τον βουν αυτου μητε τον ονον αυτου μηδε παν ο, τι ειναι του πλησιον σου.

22 Ταυτα τα λογια ελαλησε Κυριος προς πασαν την συναγωγην σας εν τω ορει εκ μεσου του πυρος, της νεφελης και του γνοφου, εν φωνη μεγαλη· και αλλο τι δεν επροσθεσε· και εγραψεν αυτα επι δυο πλακας λιθινας και παρεδωκεν αυτας εις εμε.

23 Και αφου ηκουσατε την φωνην εκ μεσου του σκοτους, και το ορος εκαιετο με πυρ, τοτε προσηλθετε προς εμε, παντες οι αρχηγοι των φυλων σας και οι πρεσβυτεροι σας,

24 και ελεγετε, Ιδου, Κυριος ο Θεος ημων εδειξεν εις ημας την δοξαν αυτου και την μεγαλωσυνην αυτου, και ηκουσαμεν την φωνην αυτου εκ μεσου του πυρος· την ημεραν ταυτην ειδομεν οτι ο Θεος λαλει μετα του ανθρωπου και ο ανθρωπος ζη·

25 τωρα λοιπον δια τι να αποθανωμεν; επειδη το μεγα τουτο πυρ θελει μας καταφαγει εαν ημεις ακουσωμεν ετι την φωνην Κυριου του Θεου ημων, θελομεν αποθανει·

26 διοτι τις ειναι εκ παντων των θνητων, οστις ηκουσε την φωνην του ζωντος Θεου λαλουντος εκ μεσου του πυρος, καθως ημεις, και εζησε;

27 προσελθε συ και ακουσον παντα οσα ειπη Κυριος ο Θεος ημων· και συ ειπε προς ημας οσα ειπη προς σε Κυριος ο Θεος ημων· και ημεις θελομεν ακουσει και καμει αυτα.

28 Και ηκουσε Κυριος την φωνην των λογων σας, οτε ελαλειτε προς εμε· και ειπε Κυριος προς εμε, Ηκουσα την φωνην των λογων του λαου τουτου, τους οποιους ελαλησαν προς σε· καλως ειπον παντα οσα ελαλησαν.

29 Ειθε να ητο εις αυτους τοιαυτη καρδια, ωστε να με φοβωνται και να φυλαττωσι παντοτε παντα τα προσταγματα μου, δια να ευημερωσιν αιωνιως, αυτοι και τα τεκνα αυτων.

30 Υπαγε, ειπε προς αυτους, Επιστρεψατε εις τας σκηνας σας.

31 Συ δε στηθι αυτου μετ' εμου και θελω σοι ειπει πασας τας εντολας και τα διαταγματα, και τας κρισεις, τας οποιας θελεις διδαξει αυτους, δια να καμνωσιν αυτας εν τη γη, την οποιαν εγω διδω εις αυτους εις κληρονομιαν.

32 Θελετε λοιπον προσεχει να καμνητε καθως προσεταξεν εις εσας Κυριος ο Θεος σας· δεν θελετε εκκλινει δεξια η αριστερα.

33 Θελετε περιπατει εις πασας τας οδους, τας οποιας Κυριος ο Θεος σας προσεταξεν εις εσας· δια να ζητε και να ευημερητε και να μακροημερευητε εν τη γη, την οποιαν θελετε κληρονομησει.