1 Voltamo-nos, em seguida, para os lados de Basan, e Og, seu rei, saiu ao nosso encontro com todo o seu povo para nos combater em Edrai.

2 O Senhor disse-me: nada temas, porque eu o entreguei em tuas mãos, com todo o seu povo e sua terra: far-lhe-ás o mesmo que fizeste a Seon, rei dos amorreus, que habita em Hesebon.

3 O Senhor, nosso Deus, entregou-nos também Og, rei de Basã, com todo o seu povo, e nós o derrotamos de tal sorte que nem um só dos seus escapou.

4 Tomamos então todas as suas cidades {não houve uma sequer que não caísse em nossas mãos}, em número de sessenta, toda a região de Araob, o reino de Og, em Basã.

5 Todas essas cidades eram fortificadas, com altas muralhas, portas e ferrolhos, sem contar as numerosas cidades abertas.

6 Votamo-las ao interdito, como o tínhamos feito a Seon, rei de Hesebon, com os homens, as mulheres e as crianças.

7 Mas reservamo-nos os animais e o espólio das cidades.

8 Foi assim que tomamos naquele tempo, aos dois reis dos amorreus, o território que estava além do Jordão, desde a torrente do Arnon até a montanha do Hermon

9 {os sidônios dão a Hermon o nome de Sarion, e os amorreus o de Sanir};

10 todas as cidades da planície, todo o Galaad e todo o Basã, até Selca e Edrai, cidades do reino de Og, em Basã.

11 porque Og, rei de Basã, era o único que restava da raça dos refaim. Vê-se ainda o seu sarcófago, um sarcófago de basalto, em Rabat, cidade dos amonitas. Tem nove côvados de comprimento e quatro de largura, em côvados ordinários.

12 Tomamos então posse dessa terra. Dei aos rubenitas e aos gaditas o território desde Aroer, que está no vale do Arnon, assim como a metade da montanha de Galaad, com suas cidades.

13 Dei à meia tribo de Manassés o resto de Galaad e todo o Basã, reino de Og: toda a região de Argob, com todo o Basã; e o que se chama a terra dos refaim.

14 A Jair, filho de Manassés, coube toda a região de Argob até a fronteira dos gessureus e dos macateus, e ele deu o seu nome às aldeias de Basã, chamadas ainda hoje aldeias de Jair.

15 A Maquir, dei Galaad.

16 Dei aos rubenitas e aos gaditas a terra que se estende desde Galaad até a torrente do Arnon, servindo de limite o meio do vale, e depois até a torrente de Jaboc, fronteira dos amonitas;

17 e enfim a planície do Jordão, desde Ceneret até o mar da planície, o mar Salgado, ao pé das encostas do Fasga, para o oriente.

18 Naquele tempo, dei-vos esta ordem: o Senhor, vosso Deus, deu-vos esta terra em herança. Vós, pois, homens valentes, tomareis vossas armas e marchareis à frente de vossos irmãos, os israelitas.

19 Somente vossas mulheres, com vossos filhos e vossos animais {sei que tendes muitos animais} ficarão nas cidades que vos dei,

20 até que o Senhor tenha assegurado o descanso de vossos irmãos, como o vosso, e tenham por sua vez tomado posse da terra que o Senhor, vosso Deus, lhes dá do outro lado do Jordão. Então cada um voltará à possessão que lhe dei.

21 Ao mesmo tempo dei a Josué a ordem seguinte: Viste com os teus olhos tudo o que o Senhor, vosso Deus, fez a esses dois reis: desse modo tratará o Senhor todos os reinos que atravessares.

22 Não os temas, porque é o Senhor, vosso Deus, quem combaterá por vós.

23 Entrementes, roguei ao Senhor, dizendo:

24 Senhor Javé, começastes a mostrar ao vosso servo vossa grandeza e o poder de vossa mão. Qual é, nos céus ou na terra, o deus que pode igualar-se a vós em obras e grandes feitos?

25 Ah, se eu pudesse, também eu, passar e ver essa boa terra além do Jordão, essa bela montanha, e o Líbano!

26 Mas o Senhor irou-se contra mim por causa de vós, e não me ouviu, mas disse-me: Basta! Não me fales mais em tal coisa!

27 Sobe ao cimo do Fasga, lança teus olhos para o ocidente e para o norte, para o meio-dia e para o oriente, e contempla com os teus olhos a região; mas tu não passarás o Jordão.

28 Dá as tuas ordens a Josué, anima-o, conforta-o, porque é ele quem irá à frente desse povo e lhe dará a possessão da terra que vais ver.

29 E ficamos no vale, defronte de Bet-Fogor.

1 Τοτε στρεψαντες ανεβημεν την οδον την εις Βασαν· και εξηλθεν Ωγ ο βασιλευς της Βασαν εις συναντησιν ημων, αυτος και πας ο λαος αυτου, δια μαχην εις Εδρει.

2 Και ειπε Κυριος προς εμε, Μη φοβηθης αυτον· διοτι εις την χειρα σου παρεδωκα αυτον και παντα τον λαον αυτου και την γην αυτου· και θελεις καμει εις αυτον, ως εκαμες εις τον Σηων βασιλεα των Αμορραιων, οστις κατωκει εν Εσεβων.

3 Και παρεδωκε Κυριος ο Θεος ημων εις την χειρα ημων και τον Ωγ, βασιλεα της Βασαν, και παντα τον λαον αυτου· και επαταξαμεν αυτον, εωσου δεν αφηκαμεν εις αυτον υπολοιπον.

4 Και εκυριευσαμεν πασας τας πολεις αυτου κατ' εκεινον τον καιρον· δεν εσταθη πολις, την οποιαν δεν ελαβομεν απ' αυτων· εξηκοντα πολεις, πασαν την περιχωρον της Αργοβ, το βασιλειον του Ωγ εν Βασαν.

5 Αι πολεις αυται ησαν πασαι ωχυρωμεναι με τειχη υψηλα, με πυλας και μοχλους· εκτος μεγαλου πληθους ατειχιστων πολεων.

6 Και εξωλοθρευσαμεν αυτας, καθως εκαμομεν εις τον Σηων βασιλεα της Εσεβων, εξολοθρευοντες πασαν πολιν, ανδρας, γυναικας και παιδια.

7 Παντα δε τα κτηνη και τα λαφυρα των πολεων ελεηλατησαμεν δι' εαυτους.

8 Και ελαβομεν κατ' εκεινον τον καιρον απο των χειρων των δυο βασιλεων των Αμορραιων την γην την εντευθεν του Ιορδανου, απο του ποταμου Αρνων εως του ορους Αερμων·

9 το Αερμων ονομαζουσιν οι Σιδωνιοι Σιριων, οι δε Αμορραιοι ονομαζουσιν αυτο Σενειρ·

10 πασας τας πολεις της πεδιαδος και πασαν την Γαλααδ και πασαν την Βασαν εως Σαλχα και Εδρει, πολεις του βασιλειου του Ωγ εν Βασαν.

11 Διοτι μονος ο Ωγ βασιλευς της Βασαν εσωζετο εκ του υπολοιπου των γιγαντων· ιδου, η κλινη αυτου ητο κλινη σιδηρα· δεν σωζεται αυτη εν Ραββα των υιων Αμμων; εννεα πηχαι το μηκος αυτης και τεσσαρες πηχαι το πλατος αυτης, κατα πηχην ανδρος.

12 Και την γην εκεινην, την οποιαν εκυριευσαμεν κατ' εκεινον τον καιρον, απο της Αροηρ, της παρα τον ποταμον Αρνων, και το ημισυ του ορους Γαλααδ και τας πολεις αυτου, εδωκα εις τους Ρουβηνιτας και εις τους Γαδιτας.

13 Και το υπολοιπον της Γαλααδ και πασαν την Βασαν, το βασιλειον του Ωγ, εδωκα εις το ημισυ της φυλης του Μανασση, πασαν την περιχωρον της Αργοβ μετα πασης της Βασαν, ητις ωνομαζετο γη γιγαντων.

14 Ιαειρ ο υιος του Μανασση ελαβε πασαν την περιχωρον της Αργοβ μεχρι των οριων της Γεσσουρι και Μααχαθι· και ωνομασεν αυτας κατα το ονομα αυτου, Βασαν-αβωθ-ιαειρ, μεχρι της ημερας ταυτης.

15 Και εις τον Μαχειρ εδωκα την Γαλααδ.

16 Και εις τους Ρουβηνιτας και εις τους Γαδιτας εδωκα απο Γαλααδ εως του ποταμου Αρνων το μεσον του ποταμου, και το οριον και εως του ποταμου Ιαβοκ, του οριου των υιων Αμμων·

17 και την πεδιαδα και τον Ιορδανην και το οριον απο Χιννερωθ μεχρι της θαλασσης της πεδιαδος, της αλμυρας θαλασσης, υποκατω της Ασδωθ-φασγα προς ανατολας.

18 Και προσεταξα εις εσας κατ' εκεινον τον καιρον, λεγων, Κυριος ο Θεος σας εδωκεν εις εσας την γην ταυτην να κυριευσητε αυτην· θελετε περασει ωπλισμενοι ενωπιον των αδελφων σας των υιων Ισραηλ, παντες οι ανδρες οι δυνατοι·

19 πλην αι γυναικες σας και τα παιδια σας και τα κτηνη σας, εξευρω οτι εχετε κτηνη πολλα, θελουσι μενει εις τας πολεις σας, τας οποιας εδωκα εις εσας·

20 εωσου δωση ο Κυριος αναπαυσιν εις τους αδελφους σας, καθως και εις εσας, και κυριευσωσι και αυτοι την γην, την οποιαν εδωκεν εις αυτους Κυριος ο Θεος σας, εις το περαν του Ιορδανου· και τοτε θελετε επιστρεψει εκαστος εις την κληρονομιαν αυτου, την οποιαν εδωκα εις εσας.

21 Και κατ' εκεινον τον καιρον προσεταξα εις τον Ιησουν λεγων, Οι οφθαλμοι σου ειδον παντα οσα Κυριος ο Θεος σας εκαμεν εις τους δυο τουτους βασιλεις· ουτω θελει καμει ο Κυριος εις παντα τα βασιλεια, εις τα οποια διαβαινεις·

22 δεν θελετε φοβηθη αυτους· διοτι Κυριος ο Θεος σας αυτος θελει πολεμησει υπερ υμων.

23 Και εδεηθην του Κυριου κατ' εκεινον τον καιρον, λεγων,

24 Κυριε Θεε, συ ηρχισας να δεικνυης εις τον δουλον σου την μεγαλωσυνην σου και την κραταιαν σου χειρα· διοτι τις Θεος ειναι εν τω ουρανω η εν τη γη οστις δυναται να καμη κατα τα εργα σου και κατα την δυναμιν σου;

25 ας διαβω, δεομαι, και ας ιδω την γην την αγαθην, την περαν του Ιορδανου, εκεινο το ορος το αγαθον, και τον Λιβανον.

26 Αλλ' ο Κυριος εθυμωθη εναντιον μου εξ αιτιας σας και δεν μου εισηκουσε· και ειπε Κυριος προς εμε, Αρκει εις σε· μη λαλησης προς εμε πλεον περι τουτου·

27 αναβα εις την κορυφην του Φασγα και υψωσον τους οφθαλμους σου προς δυσμας και βορραν και μεσημβριαν και ανατολας, και θεωρησον δια των οφθαλμων σου· διοτι δεν θελεις διαβη τον Ιορδανην τουτον·

28 και παραγγειλον εις τον Ιησουν και ενθαρρυνον αυτον και ενισχυσον αυτον· διοτι ουτος θελει διαβη εμπροσθεν του λαου τουτου και ουτος θελει κληροδοτησει εις αυτους την γην, την οποιαν θελεις ιδει.

29 Και εκαθημεθα εν τη κοιλαδι κατεναντι Βαιθ-φεγωρ.