1 Salmo de Asaf. Oh, como Deus é bom para os corações retos, e o Senhor para com aqueles que têm o coração puro!

2 Contudo, meus pés iam resvalar, por pouco não escorreguei,

3 porque me indignava contra os ímpios, vendo o bem-estar dos maus:

4 não existe sofrimento para eles, seus corpos são robustos e sadios.

5 Dos sofrimentos dos mortais não participam, não são atormentados como os outros homens.

6 Eles se adornam com um colar de orgulho, e se cobrem com um manto de arrogância.

7 Da gordura que os incha sai a iniqüidade, e transborda a temeridade.

8 Zombam e falam com malícia, discursam, altivamente, em tom ameaçador.

9 Com seus propósitos afrontam o céu e suas línguas ferem toda a terra.

10 Por isso se volta para eles o meu povo, e bebe com avidez das suas águas.

11 E dizem então: Porventura Deus o sabe? Tem o Altíssimo conhecimento disto?

12 Assim são os pecadores que, tranqüilamente, aumentam suas riquezas.

13 Então foi em vão que conservei o coração puro e na inocência lavei as minhas mãos?

14 Pois tenho sofrido muito e sido castigado cada dia.

15 Se eu pensasse: Também vou falar como eles, seria infiel à raça de vossos filhos.

16 Reflito para compreender este problema, mui penosa me pareceu esta tarefa,

17 até o momento em que entrei no vosso santuário e em que me dei conta da sorte que os espera.

18 Sim, vós os colocais num terreno escorregadio, à ruína vós os conduzis.

19 Eis que subitamente se arruinaram, sumiram, destruídos por catástrofe medonha.

20 Como de um sonho ao se despertar, Senhor, levantando-vos, desprezais a sombra deles.

21 Quando eu me exasperava e se me atormentava o coração,

22 eu ignorava, não entendia, como um animal qualquer.

23 Mas estarei sempre convosco, porque vós me tomastes pela mão.

24 Vossos desígnios me conduzirão, e, por fim, na glória me acolhereis.

25 Afora vós, o que há para mim no céu? Se vos possuo, nada mais me atrai na terra.

26 Meu coração e minha carne podem já desfalecer, a rocha de meu coração e minha herança eterna é Deus.

27 Sim, perecem aqueles que de vós se apartam, destruís os que procuram satisfação fora de vós.

28 Mas, para mim, a felicidade é me aproximar de Deus, é pôr minha confiança no Senhor Deus, a fim de narrar as vossas maravilhas diante das portas da filha de Sião.

1 Αγαθος τωοντι ειναι ο Θεος εις τον Ισραηλ, εις τους καθαρους την καρδιαν.

2 Εμου δε, οι ποδες μου σχεδον εκλονισθησαν· παρ' ολιγον ωλισθησαν τα βηματα μου.

3 Διοτι εζηλευσα τους μωρους, βλεπων την ευτυχιαν των ασεβων.

4 Επειδη δεν ειναι λυπαι εις τον θανατον αυτων, αλλ' η δυναμις αυτων ειναι στερεα.

5 Δεν ειναι εν κοποις, ως οι αλλοι ανθρωποι· ουδε μαστιγονονται μετα των λοιπων ανθρωπων.

6 δια τουτο περικυκλονει αυτους η υπερηφανια ως περιδεραιον· η αδικια σκεπαζει αυτους ως ιματιον.

7 Οι οφθαλμοι αυτων εξεχουσιν εκ του παχους· εξεπερασαν τας επιθυμιας της καρδιας αυτων.

8 Εμπαιζουσι και λαλουσιν εν πονηρια καταδυναστειαν· λαλουσιν υπερηφανως.

9 Θετουσιν εις τον ουρανον το στομα αυτων, και η γλωσσα αυτων διατρεχει την γην.

10 Δια τουτο θελει στραφη ενταυθα ο λαος αυτου· και υδατα ποτηριου πληρους εκθλιβονται δι' αυτους.

11 Και λεγουσι, Πως γνωριζει ταυτα ο Θεος; και υπαρχει γνωσις εν τω Υψιστω;

12 Ιδου, ουτοι ειναι ασεβεις και ευτυχουσι διαπαντος· αυξανουσι τα πλουτη αυτων.

13 Αρα, ματαιως εκαθαρισα την καρδιαν μου και ενιψα εν αθωοτητι τας χειρας μου.

14 Διοτι εμαστιγωθην ολην την ημεραν και ετιμωρηθην πασαν αυγην.

15 Αν ειπω, Θελω ομιλει ουτως· ιδου, εξυβριζω εις την γενεαν των υιων σου.

16 Και εστοχασθην να εννοησω τουτο, πλην μ' εφανη δυσκολον·

17 εωσου εισελθων εις το αγιαστηριον του Θεου, ενοησα τα τελη αυτων.

18 Συ βεβαιως εθεσας αυτους εις τοπους ολισθηρους· ερριψας αυτους εις κρημνον.

19 Πως δια μιας κατηντησαν εις ερημωσιν Ηφανισθησαν, απωλεσθησαν υπο αιφνιδιου ολεθρου.

20 Ως ονειρον εξεγειρομενου Κυριε, οταν εγερθης, θελεις αφανισει την εικονα αυτων.

21 Ουτως εκαιετο η καρδια μου, και τα νεφρα μου εβασανιζοντο·

22 και εγω ημην ανοητος και δεν εγνωριζον· κτηνος ημην ενωπιον σου.

23 Εγω ομως ειμαι παντοτε μετα σου· συ με επιασας απο της δεξιας μου χειρος.

24 Δια της συμβουλης σου θελεις με οδηγησει και μετα ταυτα θελεις με προσλαβει εν δοξη.

25 Τινα αλλον εχω εν τω ουρανω; και επι της γης δεν θελω αλλον παρα σε.

26 Ητονησεν η σαρξ μου και η καρδια μου· αλλ' ο Θεος ειναι η δυναμις της καρδιας μου και η μερις μου εις τον αιωνα.

27 Διοτι, ιδου, οσοι απομακρυνονται απο σου, θελουσιν απολεσθη· συ εξωλοθρευσας παντας τους εκκλινοντας απο σου.

28 Αλλα δι' εμε, το να προσκολλωμαι εις τον Θεον ειναι το αγαθον μου· εθεσα την ελπιδα μου επι Κυριον τον Θεον, δια να κηρυττω παντα τα εργα σου.