1 Salmo de Asaf. Falou o Senhor Deus e convocou toda a terra, desde o levante até o poente.

2 Do alto de Sião, ideal de beleza, Deus refulgiu:

3 nosso Deus vem vindo e não se calará. Um fogo abrasador o precede; ao seu redor, furiosa tempestade.

4 Do alto ele convoca os céus e a terra para julgar seu povo:

5 Reuni os meus fiéis, que selaram comigo aliança pelo sacrifício.

6 E os céus proclamam sua justiça, porque é o próprio Deus quem vai julgar.

7 Escutai, ó meu povo, que eu vou falar: Israel, vou testemunhar contra ti. Deus, o teu Deus, sou eu.

8 Não te repreendo pelos teus sacrifícios, pois teus holocaustos estão sempre diante de mim.

9 Não preciso do novilho do teu estábulo, nem dos cabritos de teus apriscos,

10 pois minhas são todas as feras das matas; há milhares de animais nos meus montes.

11 Conheço todos os pássaros do céu, e tudo o que se move nos campos.

12 Se tivesse fome, não precisava dizer-te, porque minha é a terra e tudo o que ela contém.

13 Porventura preciso comer carne de touros, ou beber sangue de cabrito?...

14 Oferece, antes, a Deus um sacrifício de louvor e cumpre teus votos para com o Altíssimo.

15 Invoca-me nos dias de tribulação, e eu te livrarei e me darás glória.

16 Ao pecador, porém, Deus diz: Por que recitas os meus mandamentos, e tens na boca as palavras da minha aliança?

17 Tu que aborreces meus ensinamentos e rejeitas minhas palavras?

18 Se vês um ladrão, te ajuntas a ele, e com adúlteros te associas.

19 Dás plena licença à tua boca para o mal e tua língua trama fraudes.

20 Tu te assentas para falar contra teu irmão, cobres de calúnias o filho de tua própria mãe.

21 Eis o que fazes, e eu hei de me calar? Pensas que eu sou igual a ti? Não, mas vou te repreender e te lançar em rosto os teus pecados.

22 Compreendei bem isto, vós que vos esqueceis de Deus: não suceda que eu vos arrebate e não haja quem vos salve.

23 Honra-me quem oferece um sacrifício de louvor; ao que procede retamente, a este eu mostrarei a salvação de Deus.

1 Ο Θεος των θεων, ο Κυριος ελαλησε, και εκαλεσε την γην, απο ανατολης ηλιου εως δυσεως αυτου.

2 Εκ της Σιων, ητις ειναι η εντελεια της ωραιοτητος, ελαμψεν ο Θεος.

3 Θελει ελθει ο Θεος ημων και δεν θελει σιωπησει· πυρ κατατρωγον θελει εισθαι εμπροσθεν αυτου και περιξ αυτου σφοδρα ανεμοζαλη,

4 θελει προσκαλεσει τους ουρανους ανωθεν και την γην, δια να κρινη τον λαον αυτου.

5 Συναθροισατε μοι τους οσιους μου, οιτινες εκαμον μετ' εμου συνθηκην επι θυσιας.

6 Και οι ουρανοι θελουσιν αναγγελλει την δικαιοσυνην αυτου· διοτι ο Θεος, αυτος ειναι ο Κριτης. Διαψαλμα.

7 Ακουσον, λαε μου, και θελω λαλησει· Ισραηλ, και θελω διαμαρτυρησει κατα σου· Ο Θεος, ο Θεος σου ειμαι εγω.

8 Δεν θελω σε ελεγξει δια τας θυσιας σου, τα δε ολοκαυτωματα σου ειναι διαπαντος ενωπιον μου.

9 Δεν θελω δεχθη εκ του οικου σου μοσχον, τραγους εκ των ποιμνιων σου.

10 Διοτι εμου ειναι παντα τα θηρια του δασους, τα κτηνη τα επι χιλιων ορεων.

11 Γνωριζω παντα τα πετεινα των ορεων, και τα θηρια του αγρου ειναι μετ' εμου.

12 Εαν πεινασω, δεν θελω ειπει τουτο προς σε· διοτι εμου ειναι η οικουμενη και το πληρωμα αυτης.

13 Μηπως εγω θελω φαγει κρεας ταυρων η πιει αιμα τραγων;

14 Θυσιασον εις τον Θεον θυσιαν αινεσεως, και αποδος εις τον Υψιστον τας ευχας σου·

15 και επικαλου εμε εν ημερα θλιψεως, θελω σε ελευθερωσει, και θελεις με δοξασει.

16 Προς δε τον ασεβη ειπεν ο Θεος· Τι προς σε, να διηγησαι τα διαταγματα μου και να αναλαμβανης την διαθηκην μου εν τω στοματι σου;

17 Συ δε μισεις παιδειαν και απορριπτεις οπισω σου τους λογους μου.

18 Εαν ιδης κλεπτην, τρεχεις μετ' αυτου· και μετα των μοιχων ειναι η μερις σου.

19 Παραδιδεις το στομα σου εις την κακιαν, και η γλωσσα σου περιπλεκει δολιοτητα.

20 Καθημενος λαλεις κατα του αδελφου σου· βαλλεις σκανδαλον κατα του υιου της μητρος σου.

21 Ταυτα επραξας, και εσιωπησα· υπελαβες οτι ειμαι τω οντι ομοιος σου· θελω σε ελεγξει, και θελω παραστησει παντα εμπροσθεν των οφθαλμων σου.

22 Θεσατε λοιπον τουτο εις τον νουν σας, οι λησμονουντες τον Θεον, μηποτε σας αρπασω, και ουδεις ο λυτρωσων.

23 Ο προσφερων θυσιαν αινεσεως, ουτος με δοξαζει· και εις τον ευθετουντα την οδον αυτου θελω δειξει την σωτηριαν του Θεου.