1 Ao mestre de canto, segundo Iditum. Salmo de Asaf. Minha voz se eleva para Deus e clamo. Elevo minha voz a Deus para que ele me atenda;

2 No dia de angústia procuro o Senhor. De noite minhas mãos se levantam para ele sem descanso; e, contudo, minha alma recusa toda consolação.

3 Faz-me gemer a lembrança de Deus; na minha meditação, sinto o espírito desfalecer.

4 Vós me conservais os olhos abertos, estou perturbado, falta-me a palavra.

5 Penso nos dias passados,

6 lembro-me dos anos idos. De noite reflito no fundo do coração e, meditando, indaga meu espírito:

7 Porventura Deus nos rejeitará para sempre? Não mais há de nos ser propício?

8 Estancou-se sua misericórdia para o bom? Estará sua promessa desfeita para sempre?

9 Deus se terá esquecido de ter piedade? Ou sua cólera anulou sua clemência?

10 E concluo então: O que me faz sofrer é que a destra do Altíssimo não é mais a mesma...

11 Das ações do Senhor eu me recordo, lembro-me de suas maravilhas de outrora.

12 Reflito em todas vossas obras, e em vossos prodígios eu medito.

13 Ó Deus, santo é o vosso proceder. Que deus há tão grande quanto o nosso Deus?

14 Vós sois o Deus dos prodígios, vosso poder manifestastes entre os povos.

15 Com o poder de vosso braço resgatastes vosso povo, os filhos de Jacó e de José.

16 As águas vos viram, Senhor, as águas vos viram; elas tremeram e as vagas se puseram em movimento.

17 Em torrentes de água as nuvens se tornaram, elas fizeram ouvir a sua voz, de todos os lados fuzilaram vossas flechas.

18 Na procela ribombaram os vossos trovões, os relâmpagos iluminaram o globo; abalou-se com o choque e tremeu a terra toda.

19 Vós vos abristes um caminho pelo mar, uma senda no meio das muitas águas, permanecendo invisíveis vossos passos.

20 Como um rebanho conduzistes vosso povo, pelas mãos de Moisés e de Aarão.

1 Η φωνη μου ειναι προς τον Θεον, και εβοησα· η φωνη μου ειναι προς τον Θεον, και εδωκεν εις εμε ακροασιν.

2 Εν ημερα θλιψεως μου εξεζητησα τον Κυριον· εξετεινον την νυκτα τας χειρας μου και δεν επαυον· η ψυχη μου δεν ηθελε να παρηγορηθη.

3 Ενεθυμηθην τον Θεον και εταραχθην· διελογισθην, και ωλιγοψυχησε το πνευμα μου. Διαψαλμα.

4 Εκρατησας τους οφθαλμους μου εν αγρυπνια· εταραχθην και δεν ηδυναμην να λαλησω.

5 Διελογισθην τας αρχαιας ημερας, τα ετη των αιωνων.

6 Ανακαλω εις μνημην την ωδην μου· την νυκτα διαλογιζομαι μετα της καρδιας μου, και το πνευμα μου διερευνα·

7 μηποτε ο Κυριος με αποβαλη αιωνιως, και δεν θελει εισθαι ευμενης πλεον;

8 η εξελιπε διαπαντος το ελεος αυτου; επαυσεν ο λογος αυτου εις γενεαν και γενεαν;

9 Μηποτε ελησμονησε να ελεη ο Θεος; μηποτε εν τη οργη αυτου θελει κλεισει τους οικτιρμους αυτου; Διαψαλμα.

10 Τοτε ειπα, Αδυναμια μου ειναι τουτο· αλλοιουται η δεξια του Υψιστου;

11 Θελω μνημονευει τα εργα του Κυριου· ναι, θελω μνημονευει τα απ' αρχης θαυμασια σου·

12 και θελω μελετα εις παντα τα εργα σου, και περι των πραξεων σου θελω διαλογιζεσθαι.

13 Θεε, εν τω αγιαστηριω ειναι η οδος σου· τις Θεος μεγας, ως ο Θεος;

14 Συ εισαι ο Θεος ο ποιων θαυμασια· εφανερωσας μεταξυ των λαων την δυναμιν σου.

15 Ελυτρωσας δια του βραχιονος σου τον λαον σου, τους υιους Ιακωβ και Ιωσηφ. Διαψαλμα.

16 Τα υδατα σε ειδον, Θεε, τα υδατα σε ειδον και εφοβηθησαν· εταραχθησαν και αι αβυσσοι.

17 Πλημμυραν υδατων εχυσαν αι νεφελαι· φωνην εδωκαν οι ουρανοι· και τα βελη σου διεπεταξαν.

18 Η φωνη της βροντης σου ητο εν τω ουρανιω τροχω· εφωτισαν αι αστραπαι την οικουμενην· εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη.

19 Δια της θαλασσης ειναι η οδος σου και αι τριβοι σου εν υδασι πολλοις, και τα ιχνη σου δεν γνωριζονται.

20 Ωδηγησας ως προβατα τον λαον σου δια χειρος Μωυσεως και Ααρων.