1 Ao mestre de canto. Hino dos filhos de Coré. Ó Deus, ouvimos com os nossos próprios ouvidos, nossos pais nos contaram a obra que fizestes em seus dias, nos tempos de antanho.

2 Para implantá-los, expulsastes com as vossas mãos nações pagãs; para lhes dardes lugar, abatestes povos.

3 Com efeito, não foi com sua espada que conquistaram essa terra, nem foi seu braço que os salvou, mas foi vossa mão, foi vosso braço, foi o resplendor de vossa face, porque os amastes.

4 Meu Deus, vós sois o meu rei, vós que destes as vitórias a Jacó.

5 Por vossa graça repelimos os nossos inimigos, em vosso nome esmagamos nossos adversários.

6 Não foi em meu arco que pus minha confiança, nem foi minha espada que me salvou,

7 mas fostes vós que nos livrastes de nossos inimigos e confundistes os que nos odiavam.

8 Era em Deus que em todo o tempo nos gloriávamos, e seu nome sempre celebrávamos.

9 Agora, porém, nos rejeitais e confundis; e já não ides à frente de nossos exércitos.

10 Vós nos fizestes recuar diante do inimigo, e os que nos odiavam pilharam nossos bens.

11 Entregastes-nos como ovelhas para o corte, e nos dispersastes entre os pagãos.

12 Vendestes vosso povo por um preço vil, e pouco lucrastes com esta venda.

13 Fizeste-nos o opróbrio de nossos vizinhos, irrisão e ludíbrio daqueles que nos cercam.

14 Fizestes de nós a sátira das nações pagãs, e os povos nos escarnecem à nossa vista.

15 Continuamente estou envergonhado, a confusão cobre-me a face,

16 por causa dos insultos e ultrajes de um inimigo cheio de rancor.

17 E, apesar de todos esses males que nos sobrevieram, não vos esquecemos, não violamos a vossa aliança.

18 Nosso coração não se desviou de vós, nem nossos passos se apartaram de vossos caminhos,

19 para que nos esmagueis no lugar da aflição e nos envolvais de trevas...

20 Se houvéramos olvidado o nome de nosso Deus e estendido as mãos a um deus estranho,

21 porventura Deus não o teria percebido, ele que conhece os segredos do coração?

22 Mas por vossa causa somos entregues à morte todos os dias e tratados como ovelhas de matadouro.

23 Acordai, Senhor! Por que dormis? Despertai! Não nos rejeiteis continuamente!

24 Por que ocultais a vossa face e esqueceis nossas misérias e opressões?

25 Nossa alma está prostrada até o pó, e colado no solo o nosso corpo.

26 Levantai-vos em nosso socorro e livrai-nos, pela vossa misericórdia.

1 Θεε, με τα ωτα ημων ηκουσαμεν, οι πατερες ημων διηγηθησαν προς ημας το εργον, το οποιον επραξας εν ταις ημεραις αυτων, εν ημεραις αρχαιαις.

2 Συ δια της χειρος σου εξεδιωξας εθνη και εφυτευσας αυτους· κατεθλιψας λαους και απεδιωξας αυτους.

3 Διοτι δεν εκληρονομησαν την γην δια της ρομφαιας αυτων, και ο βραχιων αυτων δεν εσωσεν αυτους· αλλ' η δεξια σου και ο βραχιων σου και το φως του προσωπου σου· διοτι ευηρεστηθης εις αυτους.

4 Συ εισαι ο βασιλευς μου, Θεε, ο διοριζων τας σωτηριας του Ιακωβ.

5 Δια σου θελομεν καταβαλει τους εχθρους ημων· δια του ονοματος σου θελομεν καταπατησει τους επανισταμενους εφ' ημας·

6 Διοτι δεν θελω ελπισει επι το τοξον ουδε η ρομφαια μου θελει με σωσει.

7 Διοτι συ εσωσας ημας εκ των εχθρων ημων και κατησχυνας τους μισουντας ημας·

8 εις τον Θεον θελομεν καυχασθαι ολην την ημεραν, και το ονομα σου εις τον αιωνα θελομεν υμνει. Διαψαλμα.

9 Ομως απεβαλες και κατησχυνας ημας, και δεν εξερχεσαι πλεον μετα των στρατευματων ημων.

10 Εκαμες ημας να στρεψωμεν εις τα οπισω εμπροσθεν του εχθρου· και οι μισουντες ημας διαρπαζουσι τα ημετερα εις εαυτους.

11 Παρεδωκας ημας ως προβατα εις βρωσιν και εις τα εθνη διεσκορπισας ημας.

12 Επωλησας τον λαον σου ανευ τιμης, και δεν ηυξησας τον πλουτον σου εκ της πωλησεως αυτων.

13 Κατεστησας ημας ονειδος εις τους γειτονας ημων, καταγελων και χλευασμον εις τους περιξ ημων.

14 Κατεστησας ημας παροιμιαν μεταξυ των εθνων, κινησιν κεφαλης μεταξυ των λαων.

15 Ολην την ημεραν η εντροπη μου ειναι ενωπιον μου, και η αισχυνη του προσωπου μου με εκαλυψε·

16 δια την φωνην του ονειδιζοντος και υβριζοντος· δια τον εχθρον και εκδικητην.

17 Παντα ταυτα ηλθον εφ' ημας, ομως δεν σε ελησμονησαμεν και δεν ηθετησαμεν την διαθηκην σου·

18 Ουδε εστραφη εις τα οπισω η καρδια ημων, ουδε εξεκλιναν τα βηματα ημων απο της οδου σου.

19 Αν και συνετριψας ημας εν τω τοπω των δρακοντων και περιεκαλυψας ημας δια της σκιας του θανατου.

20 Εαν ελησμονουμεν το ονομα του Θεου ημων και εξετεινομεν τας χειρας ημων εις Θεον αλλοτριον,

21 ο Θεος δεν ηθελεν εξετασει τουτο; διοτι αυτος εξευρει τα κρυφια της καρδιας.

22 Οτι ενεκα σου θανατουμεθα ολην την ημεραν· ελογισθημεν ως προβατα σφαγης.

23 Εξεγερθητι, δια τι καθευδεις, Κυριε; εξεγερθητι, μη αποβαλης ημας διαπαντος.

24 Δια τι κρυπτεις το προσωπον σου; λησμονεις την ταλαιπωριαν ημων και την καταδυναστευσιν ημων;

25 Διοτι εταπεινωθη εως χωματος η ψυχη ημων· εκολληθη εις την γην η κοιλια ημων.

26 Αναστηθι εις βοηθειαν ημων και λυτρωσον ημας ενεκεν του ελεους σου.