1 Ao mestre de canto. Segundo a melodia A corça da aurora. Salmo de Davi. Meu Deus, meu Deus, por que me abandonastes? E permaneceis longe de minhas súplicas e de meus gemidos?

2 Meu Deus, clamo de dia e não me respondeis; imploro de noite e não me atendeis.

3 Entretanto, vós habitais em vosso santuário, vós que sois a glória de Israel.

4 Nossos pais puseram sua confiança em vós, esperaram em vós e os livrastes.

5 A vós clamaram e foram salvos; confiaram em vós e não foram confundidos.

6 Eu, porém, sou um verme, não sou homem, o opróbrio de todos e a abjeção da plebe.

7 Todos os que me vêem zombam de mim; dizem, meneando a cabeça:

8 Esperou no Senhor, pois que ele o livre, que o salve, se o ama.

9 Sim, fostes vós que me tirastes das entranhas de minha mãe e, seguro, me fizestes repousar em seu seio.

10 Eu vos fui entregue desde o meu nascer, desde o ventre de minha mãe vós sois o meu Deus.

11 Não fiqueis longe de mim, pois estou atribulado; vinde para perto de mim, porque não há quem me ajude.

12 Cercam-me touros numerosos, rodeiam-me touros de Basã;

13 contra mim eles abrem suas fauces, como o leão que ruge e arrebata.

14 Derramo-me como água, todos os meus ossos se desconjuntam; meu coração tornou-se como cera, e derrete-se nas minhas entranhas.

15 Minha garganta está seca qual barro cozido, pega-se no paladar a minha língua: vós me reduzistes ao pó da morte.

16 Sim, rodeia-me uma malta de cães, cerca-me um bando de malfeitores. Traspassaram minhas mãos e meus pés:

17 poderia contar todos os meus ossos. Eles me olham e me observam com alegria,

18 repartem entre si as minhas vestes, e lançam sorte sobre a minha túnica.

19 Porém, vós, Senhor, não vos afasteis de mim; ó meu auxílio, bem depressa me ajudai.

20 Livrai da espada a minha alma, e das garras dos cães a minha vida.

21 Salvai-me a mim, mísero, das fauces do leão e dos chifres dos búfalos.

22 Então, anunciarei vosso nome a meus irmãos, e vos louvarei no meio da assembléia.

23 Vós que temeis o Senhor, louvai-o; vós todos, descendentes de Jacó, aclamai-o; temei-o, todos vós, estirpe de Israel,

24 porque ele não rejeitou nem desprezou a miséria do infeliz, nem dele desviou a sua face, mas o ouviu, quando lhe suplicava.

25 De vós procede o meu louvor na grande assembléia, cumprirei meus votos na presença dos que vos temem.

26 Os pobres comerão e serão saciados; louvarão o Senhor aqueles que o procuram: Vivam para sempre os nossos corações.

27 Hão de se lembrar do Senhor e a ele se converter todos os povos da terra; e diante dele se prostrarão todas as famílias das nações,

28 porque a realeza pertence ao Senhor, e ele impera sobre as nações.

29 Todos os que dormem no seio da terra o adorarão; diante dele se prostrarão os que retornam ao pó.

30 Para ele viverá a minha alma, há de servi-lo minha descendência. Ela falará do Senhor às gerações futuras

31 e proclamará sua justiça ao povo que vai nascer: Eis o que fez o Senhor.

1 Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες; δια τι ιστασαι μακραν απο της σωτηριας μου και απο των λογων των στεναγμων μου;

2 Θεε μου, κραζω την ημεραν, και δεν αποκρινεσαι· και την νυκτα, και δεν σιωπω.

3 Συ δε ο Αγιος κατοικεις μεταξυ των επαινων του Ισραηλ.

4 Επι σε ηλπισαν οι πατερες ημων· ηλπισαν, και ηλευθερωσας αυτους.

5 Προς σε εκραξαν και εσωθησαν· επι σε ηλπισαν και δεν κατησχυνθησαν.

6 Εγω δε ειμαι σκωληξ και ουχι ανθρωπος· ονειδος ανθρωπων και εξουθενημα του λαου.

7 Με εμυκτηρισαν παντες οι βλεποντες με· ανοιγουσι τα χειλη, κινουσι την κεφαλην, λεγοντες,

8 Ηλπισεν επι τον Κυριον· ας ελευθερωση αυτον· ας σωση αυτον, επειδη θελει αυτον.

9 Αλλα συ εισαι ο εκσπασας με εκ της κοιλιας· η ελπις μου απο των μαστων της μητρος μου.

10 Επι σε ερριφθην εκ μητρας· εκ κοιλιας της μητρος μου συ εισαι ο Θεος μου.

11 Μη απομακρυνθης απ' εμου· διοτι η θλιψις ειναι πλησιον· διοτι ουδεις ο βοηθων.

12 Ταυροι πολλοι με περιεκυκλωσαν· ταυροι δυνατοι εκ Βασαν με περιεστοιχισαν.

13 Ηνοιξαν επ' εμε το στομα αυτων, ως λεων αρπαζων και βρυχομενος.

14 Εξεχυθην ως υδωρ, και εξηρθρωθησαν παντα τα οστα μου· η καρδια μου εγεινεν ως κηριον, κατατηκεται εν μεσω των εντοσθιων μου.

15 Η δυναμις μου εξηρανθη ως οστρακον, και η γλωσσα μου εκολληθη εις τον λαρυγγα μου· και συ με κατεβιβασας εις το χωμα του θανατου.

16 Διοτι κυνες με περιεκυκλωσαν· συναξις πονηρευομενων με περιεκλεισεν· ετρυπησαν τας χειρας μου και τους ποδας μου·

17 Δυναμαι να αριθμησω παντα τα οστα μου· ουτοι με ενατενιζουσι και με παρατηρουσι.

18 Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους· και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον.

19 Αλλα συ, Κυριε, μη απομακρυνθης· συ, η δυναμις μου, σπευσον εις βοηθειαν μου.

20 Ελευθερωσον απο ρομφαιας την ψυχην μου την μεμονωμενην μου απο δυναμεως κυνος.

21 Σωσον με εκ στοματος λεοντος και εισακουσον μου, ελευθερονων με απο κερατων μονοκερωτων.

22 Θελω διηγεισθαι το ονομα σου προς τους αδελφους μου· εν μεσω συναξεως θελω σε επαινει.

23 Οι φοβουμενοι τον Κυριον, αινειτε αυτον· απαν το σπερμα Ιακωβ, δοξασατε αυτον· και φοβηθητε αυτον, απαν το σπερμα Ισραηλ.

24 Διοτι δεν εξουθενωσε και δεν απεστραφη την θλιψιν του τεθλιμμενου, και δεν εκρυψε το προσωπον αυτου απ' αυτου· και οτε εβοησε προς αυτον, εισηκουσεν.

25 Απο σου θελει αρχιζει η αινεσις μου εν εκκλησια μεγαλη· θελω αποδωσει τας ευχας μου ενωπιον των φοβουμενων αυτον.

26 Οι τεθλιμμενοι θελουσι φαγει και θελουσι χορτασθη· θελουσιν αινεσει τον Κυριον οι εκζητουντες αυτον· η καρδια σας θελει ζη εις τον αιωνα.

27 Θελουσιν ενθυμηθη και επιστραφη προς τον Κυριον παντα τα περατα της γης· και θελουσι προσκυνησει ενωπιον σου πασαι αι φυλαι των εθνων.

28 Διοτι του Κυριου ειναι η βασιλεια, και αυτος εξουσιαζει τα εθνη.

29 Θελουσι φαγει και θελουσι προσκυνησει παντες οι παχεις της γης· ενωπιον αυτου θελουσι κλινει παντες οι καταβαινοντες εις το χωμα· και ουδεις την ζωην αυτου θελει δυνηθη να φυλαξη.

30 Οι μεταγενεστεροι θελουσι δουλευσει αυτον· θελουσιν αναγραφη εις τον Κυριον ως γενεα αυτου.

31 Θελουσιν ελθει και αναγγειλει την δικαιοσυνην αυτου, προς λαον, οστις μελλει να γεννηθη· διοτι αυτος εκαμε τουτο.