1 Ao mestre de canto. De Davi. É junto do Senhor que procuro refúgio. Por que dizer-me: Foge, velozmente, para a montanha, como um pássaro;

2 eis que os maus entesam seu arco, ajustam a flecha na corda, para ferir, de noite, os que têm o coração reto.

3 Quando os próprios fundamentos se abalam, que pode fazer ainda o justo?

4 Entretanto, o Senhor habita em seu templo, o Senhor tem seu trono no céu. Sua vista está atenta, seus olhares observam os filhos dos homens.

5 O Senhor sonda o justo como o ímpio, mas aquele que ama a injustiça, ele o aborrece.

6 Sobre os ímpios ele fará cair uma chuva de fogo e de enxofre; um vento abrasador de procela será o seu quinhão.

7 Porque o Senhor é justo, ele ama a justiça; e os homens retos contemplarão a sua face.

1 Επι τον Κυριον πεποιθα· πως λεγετε εις την ψυχην μου, Φευγε εις το ορος σας, ως πτηνον;

2 Διοτι, ιδου, οι ασεβεις ενετειναν τοξον· ητοιμασαν τα βελη αυτων επι την χορδην, δια να τοξευσωσιν εν σκοτει τους ευθεις την καρδιαν.

3 Εαν τα θεμελια καταστραφωσιν, ο δικαιος τι δυναται να καμη;

4 Ο Κυριος ειναι εν τω ναω τω αγιω αυτου· ο Κυριος εν τω ουρανω εχει τον θρονον αυτου· οι οφθαλμοι αυτου βλεπουσι, τα βλεφαρα αυτου εξεταζουσι, τους υιους των ανθρωπων.

5 Ο Κυριος εξεταζει τον δικαιον· τον δε ασεβη και τον αγαπωντα την αδικιαν μισει η ψυχη αυτου.

6 Θελει βρεξει επι τους ασεβεις παγιδας· πυρ και θειον και ανεμοζαλη ειναι η μερις του ποτηριου αυτων.

7 Διοτι δικαιος ων ο Κυριος, αγαπα δικαιοσυνην· το προσωπον αυτου βλεπει ευθυτητα.