1 Cântico das peregrinações. Senhor, lembrai-vos de Davi e de sua grande piedade,

2 como ele fez ao Senhor este juramento, e este voto ao Poderoso de Jacó:

3 Não entrarei na tenda em que moro, não me deitarei no leito de meu repouso,

4 não darei sono aos meus olhos, nem repouso às minhas pálpebras,

5 até que encontre uma residência para o Senhor, uma morada ao Poderoso de Jacó.

6 Ouvimos dizer que a arca estava em Éfrata, nós a encontramos nas campinas de Jaar.

7 Entremos em sua morada, prostremo-nos diante do escabelo de seus pés.

8 Levantai-vos, Senhor, para vir ao vosso repouso, vós e a arca de vossa majestade.

9 Vistam-se de justiça os vossos sacerdotes, e jubilosos cantem de alegria vossos fiéis.

10 Pelo nome de Davi, vosso servo, não rejeiteis a face daquele que vos é consagrado.

11 O Senhor fez a Davi um juramento, de que não há de se retratar: Colocarei em teu trono um descendente de tua raça.

12 Se teus filhos guardarem minha aliança e os preceitos que eu lhes hei de ensinar, também os descendentes deles, para sempre, sentar-se-ão em teu trono.

13 Porque o Senhor escolheu Sião, ele a preferiu para sua morada.

14 É aqui para sempre o lugar de meu repouso, é aqui que habitarei porque o escolhi.

15 Abençoarei copiosamente sua subsistência, fartarei de pão os seus pobres.

16 Revestirei de salvação seus sacerdotes, e seus fiéis exultarão de alegria.

17 Aí farei crescer o poder de Davi, aí prepararei uma lâmpada para o que me é consagrado.

18 Cobrirei de confusão seus inimigos; em sua fronte, porém, brilhará meu diadema.

1 Ενθυμηθητι, Κυριε, τον Δαβιδ, και παντας τους αγωνας αυτου·

2 πως ωμοσε προς τον Κυριον και εκαμεν ευχην εις τον ισχυρον Θεον του Ιακωβ·

3 Δεν θελω εισελθει υπο την στεγην του οικου μου, δεν θελω αναβη εις την κλινην της στρωμνης μου,

4 δεν θελω δωσει υπνον εις τους οφθαλμους μου, νυσταγμον εις τα βλεφαρα μου,

5 εωσου ευρω τοπον δια τον Κυριον, κατοικιαν δια τον ισχυρον Θεον του Ιακωβ.

6 Ιδου, ηκουσαμεν περι αυτης εν Εφραθα· ευρηκαμεν αυτην εις τας πεδιαδας του Ιααρ.

7 Ας εισελθωμεν εις τας σκηνας αυτου· ας προσκυνησωμεν εις το υποποδιον των ποδων αυτου.

8 Αναστηθι, Κυριε, εις την αναπαυσιν σου, συ και η κιβωτος της δυναμεως σου.

9 Οι ιερεις σου ας ενδυθωσι δικαιοσυνην, και οι οσιοι σου ας αγαλλωνται.

10 Ενεκεν Δαβιδ του δουλου σου μη αποστρεψης το προσωπον του κεχρισμενου σου.

11 Ωμοσεν ο Κυριος αληθειαν προς τον Δαβιδ, δεν θελει αθετησει αυτην, Εκ του καρπου του σωματος σου θελω θεσει επι τον θρονον σου.

12 Εαν φυλαξωσιν οι υιοι σου την διαθηκην μου, και τα μαρτυρια μου τα οποια θελω διδαξει αυτους, και οι υιοι αυτων θελουσι καθισει διαπαντος επι του θρονου σου.

13 Διοτι εξελεξεν ο Κυριος την Σιων· ευηρεστηθη να κατοικη εν αυτη.

14 Αυτη ειναι η αναπαυσις μου εις τον αιωνα του αιωνος· ενταυθα θελω κατοικει, διοτι ηγαπησα αυτην.

15 Θελω ευλογησει εν ευλογια τας τροφας αυτης· τους πτωχους αυτης θελω χορτασει αρτον·

16 και τους ιερεις αυτης θελω ενδυσει σωτηριαν· και οι οσιοι αυτης θελουσιν αγαλλεσθαι εν αγαλλιασει.

17 Εκει θελω καμει να βλαστηση κερας εις τον Δαβιδ· ητοιμασα λυχνον δια τον κεχρισμενον μου.

18 Τους εχθρους αυτου θελω ενδυσει αισχυνην· επι δε αυτον θελει ανθει το διαδημα αυτου.