1 Ao mestre de canto. Salmo de Davi. Cântico. Levanta-se Deus; eis que se dispersam seus inimigos, e fogem diante dele os que o odeiam.

2 Eles se dissipam como a fumaça, como a cera que se derrete ao fogo. Assim perecem os maus diante de Deus.

3 Os justos, porém, exultam e se rejubilam em sua presença, e transbordam de alegria.

4 Cantai à glória de Deus, cantai um cântico ao seu nome, abri caminho para o que em seu carro avança pelo deserto. Senhor é o seu nome, exultai em sua presença.

5 É o pai dos órfãos e o protetor das viúvas, esse Deus que habita num templo santo.

6 Aos abandonados Deus preparou uma casa, conduz os cativos à liberdade e ao bem-estar; só os rebeldes ficam num deserto ardente.

7 Ó Deus, quando saíeis à frente de vosso povo, quando avançáveis pelo deserto,

8 a terra tremia, os próprios céus rorejavam diante de vós, o monte Sinai estremecia na presença do Deus de Israel.

9 Sobre vossa herança fizestes cair generosa chuva, e restaurastes suas forças fatigadas.

10 Vosso rebanho fixou habitação numa terra que vossa bondade, ó Deus, lhe havia preparado.

11 Apenas o Senhor profere uma palavra, tornam-se numerosas as mulheres que anunciam a boa nova:

12 Fogem, fogem os reis dos exércitos; os habitantes partilham os despojos.

13 Enquanto entre os rebanhos repousáveis, as asas da pomba refulgiam como prata, e de ouro era o brilho de suas penas.

14 Quando o Todo-poderoso dispersava os reis, caía a neve sobre o Salmon.

15 Os montes de Basã são elevados, alcantilados são os montes de Basã.

16 Montes escarpados, por que invejais a montanha que Deus escolheu para morar, para nela estabelecer uma habitação eterna?

17 São milhares e milhares os carros de Deus: do Sinai vem o Senhor ao seu santuário.

18 Subindo nas alturas levastes os cativos; recebestes homens como tributos, aqueles que recusaram habitar com o Senhor Deus.

19 Bendito seja o Senhor todos os dias; Deus, nossa salvação, leva nossos fardos:

20 nosso Deus é um Deus que salva, da morte nos livra o Senhor Deus.

21 Sim, Deus parte a cabeça de seus inimigos, o crânio hirsuto do que persiste em seus pecados.

22 Dissera o Senhor: Ainda que seja de Basã, eu os farei voltar, eu os trarei presos das profundezas do mar,

23 para que banhes no sangue os teus pés, e a língua de teus cães receba dos inimigos seu quinhão.

24 Contemplam a vossa chegada, ó Deus, a entrada do meu Deus, do meu rei, no santuário;

25 Vêm na frente os cantores, atrás os tocadores de cítara; no meio, as jovens tocando tamborins.

26 Bendizei a Deus nas vossas assembléias, bendizei ao Senhor, filhos de Israel!

27 Eis Benjamim, o mais jovem, que vai na frente; depois os príncipes de Judá, com seus esquadrões; os príncipes de Zabulon, os príncipes de Neftali.

28 Mostrai, ó Deus, o vosso poder, esse poder com que atuastes em nosso favor.

29 Pelo vosso templo em Jerusalém, ofereçam-vos presentes os reis!

30 Reprimi a fera dos canaviais, a manada dos touros com os novilhos das nações pagãs. Que eles se prosternem com barras de prata. Dispersai as nações que se comprazem na guerra.

31 Aproximem-se os grandes do Egito, estenda a Etiópia suas mãos para Deus.

32 Reinos da terra, cantai à glória de Deus, cantai um cântico ao Senhor,

33 que é levado pelos céus, pelos céus eternos; eis que ele fala, sua voz é potente:

34 Reconhecei o poder de Deus! Sua majestade se estende sobre Israel, sua potência aparece nas nuvens.

35 De seu santuário, temível é o Deus de Israel; é ele que dá ao seu povo a força e o poder. Bendito seja Deus!

1 Ας εγερθη ο Θεος, και ας διασκορπισθωσιν οι εχθροι αυτου· και ας φυγωσιν απ' εμπροσθεν αυτου οι μισουντες αυτον.

2 Καθως αφανιζεται ο καπνος, ουτως αφανισον αυτους· καθως διαλυεται ο κηρος εμπροσθεν του πυρος, ουτως ας απολεσθωσιν οι ασεβεις απο προσωπου του Θεου.

3 Οι δε δικαιοι ας ευφραινωνται· ας αγαλλωνται ενωπιον του Θεου· και ας τερπωνται εν ευφροσυνη.

4 Ψαλλετε εις τον Θεον· ψαλμωδειτε εις το ονομα αυτου· ετοιμασατε τας οδους εις τον επιβαινοντα επι των ερημων· Κυριος ειναι το ονομα αυτου· και αγαλλεσθε ενωπιον αυτου.

5 Πατηρ των ορφανων και κριτης των χηρων, ειναι ο Θεος εν τω αγιω αυτου τοπω.

6 Ο Θεος κατοικιζει εις οικογενειαν τους μεμονωμενους· εξαγει τους δεσμιους εις αφθονιαν· οι δε αποσταται κατοικουσιν εν γη ανυδρω.

7 Θεε, οτε εξηλθες εμπροσθεν του λαου σου, οτε περιεπατεις δια της ερημου· Διαψαλμα·

8 η γη εσεισθη, και αυτοι οι ουρανοι εσταξαν απο προσωπου του Θεου· το Σινα αυτο εσεισθη απο προσωπου του Θεου, του Θεου του Ισραηλ.

9 Θεε, επεμψας βροχην αφθονον εις την κληρονομιαν σου, και εν τη αδυναμια αυτης συ ανεζωοποιησας αυτην.

10 Η συναγωγη σου κατωκησεν εν αυτη· Θεε, εκαμες ετοιμασιαν εις τον πτωχον δια την αγαθοτητα σου.

11 Ο Κυριος εδωκε λογον· οι ευαγγελιζομενοι ησαν στρατευμα μεγα.

12 Βασιλεις στρατευματων φευγοντες εφυγον, και αι διαμενουσαι εν τη οικια εμοιραζον τα λαφυρα.

13 Και αν εκοιτεσθε εν μεσω εστιας, ομως θελετε εισθαι ως πτερυγες περιστερας περιηργυρωμενης, και της οποιας τα πτερα ειναι περικεχρυσωμενα απο κιτρινου χρυσιου.

14 Οτε ο Παντοδυναμος διεσκορπιζε βασιλεις εν αυτη, εγεινε λευκη ως η χιων εν Σαλμων.

15 Το ορος του Θεου ειναι ως το ορος της Βασαν· ορος υψηλον ως το ορος της Βασαν.

16 Δια τι ζηλοτυπειτε, ορη υψηλα; τουτο ειναι το ορος, εν ω ευδοκησεν ο Θεος να κατοικη· ο Κυριος, ναι, εν αυτω θελει κατοικει εις τον αιωνα.

17 Αι αμαξαι του Θεου ειναι δισμυριαι χιλιαδες χιλιαδων· ο Κυριος ειναι μεταξυ αυτων ως εν Σινα, εν τω αγιω τοπω.

18 Ανεβης εις υψος· ηχμαλωτισας αιχμαλωσιαν· ελαβες χαρισματα δια τους ανθρωπους· ετι δε και δια τους απειθεις, δια να κατοικης μεταξυ αυτων, Κυριε Θεε.

19 Ευλογητος Κυριος, οστις καθ' ημεραν επιφορτιζεις ημας αγαθα· ο Θεος της σωτηριας ημων. Διαψαλμα.

20 Ο Θεος ημων ειναι Θεος σωτηριας· και Κυριου του Θεου ειναι η λυτρωσις απο του θανατου.

21 Ο Θεος εξαπαντος θελει συντριψει την κεφαλην των εχθρων αυτου· και την τετριχωμενην κορυφην του περιπατουντος εν ταις ανομιαις αυτου.

22 Ο Κυριος ειπε, Θελω επαναφερει εκ Βασαν, θελω επαναφερει τον λαον μου εκ των βαθεων της θαλασσης·

23 δια να βαφη ο πους σου εν τω αιματι των εχθρων σου και η γλωσσα των κυνων σου εξ αυτου.

24 Εθεωρηθησαν τα βηματα σου, Θεε· τα βηματα του Θεου μου, του βασιλεως μου, εν τω αγιαστηριω.

25 Προεπορευοντο οι ψαλται· κατοπιν οι παιζοντες οργανα, εν τω μεσω νεανιδες τυμπανιστριαι.

26 Εν εκκλησιαις ευλογειτε τον Θεον· ευλογειτε τον Κυριον, οι εκ της πηγης του Ισραηλ.

27 Εκει ητο ο μικρος Βενιαμιν, ο αρχηγος αυτων· οι αρχοντες Ιουδα και ο λαος αυτων· οι αρχοντες Ζαβουλων και οι αρχοντες Νεφθαλι.

28 Διεταξεν ο Θεος σου την δυναμιν σου· στερεωσον, Θεε, τουτο, το οποιον ενηργησας εις ημας.

29 Δια τον ναον σου τον εν Ιερουσαλημ, βασιλεις θελουσι προσφερει εις σε δωρα.

30 Επιτιμησον τα θηρια του καλαμωνος, το πληθος των ταυρων και τους μοσχους των λαων, εωσου εκαστος προσφερη υποταγην με πλακας αργυριου· διασκορπισον τους λαους τους αγαπωντας πολεμους.

31 Θελουσιν ελθει μεγιστανες εξ Αιγυπτου· η Αιθιοπια ταχεως θελει εκτεινει τας χειρας αυτης προς τον Θεον.

32 Αι βασιλειαι της γης, ψαλλετε εις τον Θεον, ψαλμωδειτε εις τον Κυριον· Διαψαλμα·

33 εις τον επιβαινοντα επι τους ουρανους των εκπαλαι ουρανων· ιδου εκπεμπει την φωνην αυτου, φωνην κραταιαν.

34 Αποδοτε το κρατος εις τον Θεον· η μεγαλοπρεπεια αυτου ειναι επι τον Ισραηλ και η δυναμις αυτου επι τους ουρανους.

35 Φοβερος εισαι, Θεε, εκ των αγιαστηριων σου· ο Θεος του Ισραηλ ειναι ο διδους κρατος και δυναμιν εις τον λαον αυτου. Ευλογητος ο Θεος.