1 De Davi. Hino. Feliz aquele cuja iniqüidade foi perdoada, cujo pecado foi absolvido.

2 Feliz o homem a quem o Senhor não argúi de falta, e em cujo coração não há dolo.

3 Enquanto me conservei calado, mirraram-se-me os ossos, entre contínuos gemidos.

4 Pois, dia e noite, vossa mão pesava sobre mim; esgotavam-se-me as forças como nos ardores do verão.

5 Então eu vos confessei o meu pecado, e não mais dissimulei a minha culpa. Disse: Sim, vou confessar ao Senhor a minha iniqüidade. E vós perdoastes a pena do meu pecado.

6 Assim também todo fiel recorrerá a vós, no momento da necessidade. Quando transbordarem muitas águas, elas não chegarão até ele.

7 Vós sois meu asilo, das angústias me preservareis e me envolvereis na alegria de minha salvação.

8 Vou te ensinar, dizeis, vou te mostrar o caminho que deves seguir; vou te instruir, fitando em ti os meus olhos:

9 não queiras ser sem inteligência como o cavalo, como o muar, que só ao freio e à rédea submetem seus ímpetos; de outro modo não se chegam a ti.

10 São muitos os sofrimentos do ímpio. Mas quem espera no Senhor, sua misericórdia o envolve.

11 Ó justos, alegrai-vos e regozijai-vos no Senhor. Exultai todos vós, retos de coração.

1 Μακαριος εκεινος, του οποιου συνεχωρηθη η παραβασις, του οποιου εσκεπασθη η αμαρτια.

2 Μακαριος ο ανθρωπος, εις τον οποιον ο Κυριος δεν λογαριαζει ανομιαν και εις του οποιου το πνευμα δεν υπαρχει δολος.

3 Οτε απεσιωπησα, επαλαιωθησαν τα οστα μου εκ του ολολυγμου μου ολην την ημεραν.

4 Επειδη ημεραν και νυκτα εβαρυνθη η χειρ σου επ' εμε· η υγροτης μου μετεβληθη εις θερινην ξηρασιαν. Διαψαλμα.

5 Την αμαρτιαν μου εφανερωσα προς σε, και την ανομιαν μου δεν εκρυψα· ειπα, Εις τον Κυριον θελω εξομολογηθη τας παραβασεις μου· και συ συνεχωρησας την ανομιαν της αμαρτιας μου. Διαψαλμα.

6 Δια τουτο πας οσιος θελει προσευχεσθαι προς σε εν καιρω προσηκοντι· βεβαιως εν κατακλυσμω πολλων υδατων ταυτα δεν θελουσιν εγγιζει εις αυτον.

7 Συ εισαι η σκεπη μου· θελεις με φυλαττει απο θλιψεως· αγαλλιασιν λυτρωσεως θελεις με περικυκλονει. Διαψαλμα.

8 Εγω θελω σε συνετισει και θελω σε διδαξει την οδον, εις την οποιαν πρεπει να περιπατης· θελω σε συμβουλευει· επι σε θελει εισθαι ο οφθαλμος μου.

9 Μη γινεσθε ως ιππος, ως ημιονος, εις τα οποια δεν υπαρχει συνεσις· των οποιων το στομα πρεπει να κρατηται εν κημω και χαλινω, αλλως δεν ηθελον πλησιαζει εις σε.

10 Πολλαι αι μαστιγες του ασεβους· τον δε ελπιζοντα επι Κυριον ελεος θελει περικυκλωσει.

11 Ευφραινεσθε εις τον Κυριον και αγαλλεσθε, δικαιοι· και αλαλαξατε, παντες οι ευθεις την καρδιαν.