1 Súplica de Davi. Ouvi, Senhor, uma causa justa! Atendei meu clamor! Escutai minha prece, de lábios sem malícia.

2 Venha de vós o meu julgamento, e vossos olhos reconheçam que sou íntegro.

3 Podeis sondar meu coração, visitá-lo à noite, prová-lo pelo fogo, não encontrareis iniqüidade em mim.

4 Minha boca não pecou, como costumam os homens; conforme as palavras dos vossos lábios, segui os caminhos da lei.

5 Meus passos se mantiveram firmes nas vossas sendas, meus pés não titubearam.

6 Eu vos invoco, pois me atendereis, Senhor; inclinai vossos ouvidos para mim, escutai minha voz.

7 Mostrai a vossa admirável misericórdia, vós que salvais dos adversários os que se acolhem à vossa direita.

8 Guardai-me como a pupila dos olhos, escondei-me à sombra de vossas asas,

9 longe dos pecadores, que me querem fazer violência. Meus inimigos me rodeiam com furor.

10 Seu coração endurecido se fecha à piedade; só têm na boca palavras arrogantes.

11 Eis que agora me cercam, espreitam para me prostrar por terra;

12 qual leão que se atira ávido sobre a presa, e como o leãozinho no seu covil.

13 Levantai-vos, Senhor, correi-lhe ao encontro, derrubai-o; com vossa espada livrai-me do pecador,

14 com vossa mão livrai-me dos homens, desses cuja única felicidade está nesta vida, que têm o ventre repleto de bens, cujos filhos vivem na abundância e deixam ainda aos seus filhos o que lhes sobra.

15 Mas eu, confiado na vossa justiça, contemplarei a vossa face; ao despertar, saciar-me-ei com a visão de vosso ser.

1 Ακουσον, Κυριε, το δικαιον· προσεξον εις την δεησιν μου· ακροασθητι την προσευχην μου, την γινομενην ουχι με χειλη δολια.

2 Ας εξελθη η κρισις μου παρα του προσωπου σου· οι οφθαλμοι σου ας ιδωσι την ευθυτητα.

3 Ηρευνησας την καρδιαν μου· επεσκεφθης αυτην εν καιρω νυκτος· εδοκιμασας με και δεν ηυρες ουδεν εν εμοι· ο στοχασμος μου δεν ειναι διαφορος των λογων μου.

4 Ως προς τα εργα των ανθρωπων, εγω δια των λογων των χειλεων σου εφυλαχθην απο των οδων των παρανομων.

5 Στηριξον τα διαβηματα μου εν ταις οδοις σου, δια να μη σαλευθωσιν οι ποδες μου.

6 Εγω σε επεκαλεσθην, Θεε, διοτι θελεις μου εισακουσει· Κλινον εις εμε το ωτιον σου, ακουσον τους λογους μου.

7 Θαυμαστωσον τα ελεη σου, συ ο σωζων τους ελπιζοντας επι σε εκ των επανισταμενων κατα της δεξιας σου.

8 Φυλαξον με ως κορην οφθαλμου· κρυψον με υπο την σκιαν των πτερυγων σου

9 απ' εμπροσθεν των ασεβων των ταλαιπωρουντων με· οι εχθροι της ψυχης μου με περιεκυκλωσαν.

10 Υπερεπαχυναν· το στομα αυτων λαλει υπερηφανα.

11 Τωρα περιεκυκλωσαν τα διαβηματα ημων· προσηλωσαν τους οφθαλμους αυτων δια να κρημνισωσιν ημας κατα γης·

12 Ως λεων επιθυμων να κατασπαραξη· και ως σκυμνος, καθημενος εν αποκρυφοις.

13 Αναστηθι, Κυριε· προφθασον αυτον, υποσκελισον αυτον· ελευθερωσον την ψυχην μου απο του ασεβους, οστις ειναι η ρομφαια σου·

14 Απο ανθρωπων, Κυριε, της χειρος σου· απο ανθρωπων του κοσμου, οιτινες λαμβανουσι την μεριδα αυτων εν ταυτη τη ζωη, και των οποιων την κοιλιαν γεμιζεις απο των θησαυρων σου· εχορτασαν τους υιους, και αφινουσι τα υπολοιπα αυτων εις τους εγγονους αυτων.

15 Εγω δε εν δικαιοσυνη θελω ιδει το προσωπον σου· θελω χορτασθη απο της θεωριας σου, οταν εξεγερθω.