1 Cântico das peregrinações. Ah, como me perseguiram desde a minha juventude! Que o diga Israel.

2 Como me perseguiram desde a minha juventude! Mas não me puderam vencer.

3 Lavraram sobre o meu dorso os lavradores, nele abriram longos sulcos.

4 Mas o Senhor é justo, ele cortou as correias com que me afligiram os maus.

5 Sejam confundidos e recuem todos os que odeiam Sião.

6 Que eles se tornem como a erva do telhado, que seca antes de ser arrancada.

7 Com ela não enche as mãos o ceifador, nem seu regaço quem recolhe os feixes.

8 Os que passam não lhes dirão: Desça sobre vós a bênção do Senhor! Nem: Nós vos abençoamos em nome do Senhor.

1 Πολλακις με επολεμησαν εκ νεοτητος μου, ας ειπη τωρα ο Ισραηλ·

2 Πολλακις με επολεμησαν εκ νεοτητος μου· αλλα δεν υπερισχυσαν εναντιον μου.

3 Οι γεωργοι ηροτριασαν επι των νωτων μου· εσυραν μακρα τα αυλακια αυτων.

4 Αλλα δικαιος ο Κυριος· κατεκοψε τα σχοινια των ασεβων.

5 Ας αισχυνθωσι και ας στραφωσιν εις τα οπισω παντες οι μισουντες την Σιων.

6 Ας γεινωσιν ως ο χορτος των δωματων, οστις πριν εκριζωθη ξηραινεται·

7 απο του οποιου δεν γεμιζει ο θεριστης την χειρα αυτου, ουδε ο δενων τα χειροβολα τον κολπον αυτου·

8 ωστε οι διαβαται δεν θελουσιν ειπει, Ευλογια Κυριου εφ' υμας· σας ευλογουμεν εν ονοματι Κυριου.