1 De Davi. Quando simulou alienação na presença de Abimelec e, despedido por ele, partiu. Bendirei continuamente ao Senhor, seu louvor não deixará meus lábios.

2 Glorie-se a minha alma no Senhor; ouçam-me os humildes, e se alegrem.

3 Glorificai comigo ao Senhor, juntos exaltemos o seu nome.

4 Procurei o Senhor e ele me atendeu, livrou-me de todos os temores.

5 Olhai para ele a fim de vos alegrardes, e não se cobrir de vergonha o vosso rosto.

6 Vede, este miserável clamou e o Senhor o ouviu, de todas as angústias o livrou.

7 O anjo do Senhor acampa em redor dos que o temem, e os salva.

8 Provai e vede como o Senhor é bom, feliz o homem que se refugia junto dele.

9 Reverenciai o Senhor, vós, seus fiéis, porque nada falta àqueles que o temem.

10 Os poderosos empobrecem e passam fome, mas aos que buscam o Senhor nada lhes falta.

11 Vinde, meus filhos, ouvi-me: eu vos ensinarei o temor do Senhor.

12 Qual é o homem que ama a vida, e deseja longos dias para gozar de felicidade?

13 Guarda tua língua do mal, e teus lábios das palavras enganosas.

14 Aparta-te do mal e faze o bem, busca a paz e vai ao seu encalço.

15 Os olhos do Senhor estão voltados para os justos, e seus ouvidos atentos aos seus clamores.

16 O Senhor volta a sua face irritada contra os que fazem o mal, para apagar da terra a lembrança deles.

17 Apenas clamaram os justos, o Senhor os atendeu e os livrou de todas as suas angústias.

18 O Senhor está perto dos contritos de coração, e salva os que têm o espírito abatido.

19 São numerosas as tribulações do justo, mas de todas o livra o Senhor.

20 Ele protege cada um de seus ossos, nem um só deles será quebrado.

21 A malícia do ímpio o leva à morte, e os que odeiam o justo serão castigados.

22 O Senhor livra a alma de seus servos; não será punido quem a ele se acolhe.

1 Θελω ευλογει τον Κυριον εν παντι καιρω· η αινεσις αυτου θελει εισθαι διαπαντος εν τω στοματι μου.

2 Εις τον Κυριον θελει καυχασθαι η ψυχη μου· οι ταπεινοι θελουσιν ακουσει, και θελουσι χαρη.

3 Μεγαλυνατε τον Κυριον μετ' εμου, και ας υψωσωμεν ομου το ονομα αυτου.

4 Εξεζητησα τον Κυριον, και επηκουσε μου, και εκ παντων των φοβων μου με ηλευθερωσεν.

5 Απεβλεψαν προς αυτον και εφωτισθησαν, και τα προσωπα αυτων δεν κατησχυνθησαν.

6 Ουτος ο πτωχος εκραξε, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτου εσωσεν αυτον.

7 Αγγελος Κυριου στρατοπεδευει κυκλω των φοβουμενων αυτον και ελευθερονει αυτους.

8 Γευθητε και ιδετε οτι αγαθος ο Κυριος· μακαριος ο ανθρωπος ο ελπιζων επ' αυτον.

9 Φοβηθητε τον Κυριον, οι αγιοι αυτου· διοτι δεν υπαρχει στερησις εις τους φοβουμενους αυτον.

10 Οι πλουσιοι πτωχευουσι και πεινωσιν· αλλ' οι εκζητουντες τον Κυριον δεν στερουνται ουδενος αγαθου.

11 Ελθετε, τεκνα, ακουσατε μου· τον φοβον του Κυριου θελω σας διδαξει.

12 Τις ειναι ο ανθρωπος οστις θελει ζωην, αγαπα ημερας, δια να ιδη καλον;

13 Φυλαττε την γλωσσαν σου απο κακου, και τα χειλη σου απο του να λαλωσι δολον·

14 Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον· ζητει ειρηνην και κυνηγει αυτην.

15 Οι οφθαλμοι του Κυριου ειναι επι τους δικαιους, και τα ωτα αυτου εις την κραυγην αυτων.

16 Το προσωπον του Κυριου ειναι κατα των πραττοντων κακον, δια να αφανιση απο της γης το μνημοσυνον αυτων.

17 Εκραξαν οι δικαιοι, και ο Κυριος εισηκουσε, και εκ πασων των θλιψεων αυτων ελευθερωσεν αυτους.

18 Ο Κυριος ειναι πλησιον των συντετριμμενων την καρδιαν, και σωζει τους ταπεινους το πνευμα.

19 Πολλαι αι θλιψεις του δικαιου, αλλ' εκ πασων τουτων θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος.

20 Αυτος φυλαττει παντα τα οστα αυτου· ουδεν εκ τουτων θελει συντριφθη.

21 Η κακια θελει θανατωσει τον αμαρτωλον· και οι μισουντες τον δικαιον θελουσιν απολεσθη.

22 Ο Κυριος λυτρονει την ψυχην των δουλων αυτου, και δεν θελουσιν απολεσθη παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον.