1 Para o mestre de canto. Não destruas. Cântico de Davi, quando Saul mandou cercar-lhe a casa para o matar. Livrai-me, ó meu Deus, dos meus inimigos, defendei-me dos meus adversários.

2 Livrai-me dos que praticam o mal, salvai-me dos homens sanguinários.

3 Vede: armam ciladas para me tirar a vida, homens poderosos conspiram contra mim.

4 Senhor, não há em mim crime nem pecado. Sem que eu tenha culpa, eles acorrem e atacam. Despertai-vos, vinde para mim e vede,

5 porque vós, Senhor dos exércitos, sois o Deus de Israel. Erguei-vos para castigar esses pagãos, não tenhais misericórdia desses pérfidos.

6 Eles voltam todas as noites, latindo como cães, e percorrem a cidade toda.

7 Eis que se jactam à boca cheia, tendo nos lábios só injúrias, e dizem: Pois quem é que nos ouve?

8 Mas vós, Senhor, vos rides deles, zombais de todos os pagãos.

9 Ó vós que sois a minha força, é para vós que eu me volto. Porque vós, ó Deus, sois a minha defesa.

10 Ó meu Deus, vós sois todo bondade para mim. Venha Deus em meu auxílio, faça-me deleitar pela perda de meus inimigos.

11 Destruí-os, ó meu Deus, para que não percam o meu povo; conturbai-os, abatei-os com vosso poder, ó Deus, nosso escudo.

12 Cada palavra de seus lábios é um pecado. Que eles, surpreendidos em sua arrogância, sejam as vítimas de suas próprias calúnias e maldições.

13 Destruí-os em vossa cólera, destruí-os para que não subsistam, para que se saiba que Deus reina em Jacó e até os confins da terra.

14 Todas as noites eles voltam, latindo como cães, rondando pela cidade toda.

15 Vagueiam em busca de alimento; não se fartando, eles se põem a uivar.

16 Eu, porém, cantarei vosso poder, e desde o amanhecer celebrarei vossa bondade. Porque vós sois o meu amparo, um refúgio no dia da tribulação.

17 Ó vós, que sois a minha força, a vós, meu Deus, cantarei salmos porque sois minha defesa. Ó meu Deus, vós sois todo bondade para mim.

1 Ελευθερωσον με εκ των εχθρων μου, Θεε μου· υπερασπισον με απο των επανισταμενων επ' εμε.

2 Ελευθερωσον με απο των εργαζομενων την ανομιαν και σωσον με απο ανδρων αιματων.

3 Διοτι, ιδου, ενεδρευουσι την ψυχην μου· δυνατοι συνηχθησαν κατ' εμου· ουχι, Κυριε, δια ανομιαν μου ουδε δια αμαρτιαν μου·

4 χωρις να υπαρχη εν εμοι ανομια, τρεχουσι και ετοιμαζονται. Εξεγερθητι εις συναντησιν μου και ιδε.

5 Συ λοιπον, Κυριε ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ, εξυπνησον δια να επισκεφθης παντα τα εθνη. Μη ελεησης μηδενα εκ των δολιων παραβατων. Διαψαλμα.

6 Επιστρεφουσι το εσπερας· υλακτουσιν ως κυνες και κυκλουσι την πολιν.

7 Ιδου, αυτοι εκχεουσι λογους δια του στοματος αυτων· ρομφαιαι ειναι εις τα χειλη αυτων· επειδη λεγουσι, Τις ακουει;

8 Αλλα συ, Κυριε, θελεις γελασει επ' αυτους· θελεις μυκτηρισει παντα τα εθνη.

9 Εν τη δυναμει αυτων επι σε θελω ελπιζει· διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου.

10 Ο Θεος του ελεους μου θελει με προφθασει· ο Θεος θελει με καμει να ιδω την εκδικησιν επι τους παραφυλαττοντας με.

11 Μη φονευσης αυτους, μηποτε λησμονηση αυτο ο λαος μου· διασκορπισον αυτους εν τη δυναμει σου και ταπεινωσον αυτους, Κυριε, η ασπις ημων.

12 Δια την αμαρτιαν του στοματος αυτων, δια τους λογους των χειλεων αυτων, ας πιασθωσιν εν τη υπερηφανια αυτων· και δια την καταραν και το ψευδος, τα οποια λαλουσι.

13 Καταστρεψον αυτους, εν οργη καταστρεψον αυτους, ωστε να μη υπαρχωσι· και ας γνωρισωσιν οτι ο Θεος δεσποζει εν Ιακωβ, εως των περατων της γης. Διαψαλμα.

14 Ας επιστρεφωσι λοιπον το εσπερας, ας υλακτωσιν ως κυνες και ας περικυκλωσι την πολιν.

15 Ας περιπλανωνται δια τροφην· και αν δεν χορτασθωσιν, ας γογγυζωσιν.

16 Εγω δε θελω ψαλλει την δυναμιν σου, και το πρωι θελω υμνολογει εν αγαλλιασει το ελεος σου· διοτι εγεινες προπυργιον μου και καταφυγιον εν τη ημερα της θλιψεως μου.

17 Ω δυναμις μου, σε θελω ψαλμωδει· διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου, ο Θεος του ελεους μου.