1 Salmo de Davi. Senhor, eu vos chamo, vinde logo em meu socorro; escutai a minha voz quando vos invoco.

2 Que minha oração suba até vós como a fumaça do incenso, que minhas mãos estendidas para vós sejam como a oferenda da tarde.

3 Ponde, Senhor, uma guarda em minha boca, uma sentinela à porta de meus lábios.

4 Não deixeis meu coração inclinar-se ao mal, para impiamente cometer alguma ação criminosa. Não permitais que eu tome parte nos festins dos homens que praticam o mal.

5 Se o justo me bate é um favor, se me repreende é como perfume em minha fronte. Minha cabeça não o rejeitará; porém, sob seus golpes, apenas rezarei.

6 Seus chefes foram precipitados pelas encostas do rochedo, e ouviram quão brandas eram as minhas palavras.

7 Como a terra fendida e sulcada pelo arado, assim seus ossos se dispersam à beira da região dos mortos.

8 Pois é para vós, Senhor, que se voltam os meus olhos; eu me refugio junto de vós, não me deixeis perecer.

9 Guardai-me do laço que me armaram, e das ciladas dos que praticam o mal.

10 Caiam os ímpios, de uma vez, nas próprias malhas; quanto a mim, que eu escape são e salvo.

1 Κυριε, προς σε εκραξα· σπευσον προς εμε· ακροασθητι της φωνης μου, οταν κραζω προς σε.

2 Ας κατευθυνθη ενωπιον σου η προσευχη μου ως θυμιαμα· η υψωσις των χειρων μου ας γεινη ως θυσια εσπερινη.

3 Βαλε, Κυριε, φυλακην εις το στομα μου· φυλαττε την θυραν των χειλεων μου.

4 Μη εκκλινης την καρδιαν μου εις πραγμα πονηρον, ωστε να εκτελω πραξεις ασεβεις μετα ανθρωπων εργαζομενων ανομιαν· μηδε να φαγω απο των εκλεκτων αυτων φαγητων.

5 Ας με κτυπα ο δικαιος· τουτο θελει εισθαι ελεος· και ας με ελεγχη· τουτο θελει εισθαι μυρον εξαιρετον· δεν θελει βλαψει την κεφαλην μου· διοτι μαλιστα και θελω προσευχεσθαι υπερ αυτων εν ταις συμφοραις αυτων.

6 Οτε οι αρχηγοι αυτων περιηρχοντο εις τοπους πετρωδεις, ηκουσαν τα λογια μου, οτι ησαν γλυκεα.

7 Τα οστα ημων διασκορπιζονται εν τω στοματι του ταφου, ως οταν τις κοπτη και σχιζη ξυλα επι την γην.

8 Δια τουτο οι οφθαλμοι μου, Κυριε Θεε, ατενιζουσι προς σε· επι σε ηλπισα· μη καταστρεψης την ψυχην μου.

9 Φυλαξον με απο της παγιδος, την οποιαν εστησαν δι' εμε, και απο των βροχων των εργαζομενων ανομιαν.

10 Ας πεσωσιν ομου οι ασεβεις εις τα δικτυα αυτων, ενω εγω θελω περασει αβλαβης.