1 Ao mestre de canto. Salmo de Davi. Senhor, vós me perscrutais e me conheceis,

2 sabeis tudo de mim, quando me sento ou me levanto. De longe penetrais meus pensamentos.

3 Quando ando e quando repouso, vós me vedes, observais todos os meus passos.

4 A palavra ainda me não chegou à língua, e já, Senhor, a conheceis toda.

5 Vós me cercais por trás e pela frente, e estendeis sobre mim a vossa mão.

6 Conhecimento assim maravilhoso me ultrapassa, ele é tão sublime que não posso atingi-lo.

7 Para onde irei, longe de vosso Espírito? Para onde fugir, apartado de vosso olhar?

8 Se subir até os céus, ali estareis; se descer à região dos mortos, lá vos encontrareis também.

9 Se tomar as asas da aurora, se me fixar nos confins do mar,

10 é ainda vossa mão que lá me levará, e vossa destra que me sustentará.

11 Se eu dissesse: Pelo menos as trevas me ocultarão, e a noite, como se fora luz, me há de envolver.

12 As próprias trevas não são escuras para vós, a noite vos é transparente como o dia e a escuridão, clara como a luz.

13 Fostes vós que plasmastes as entranhas de meu corpo, vós me tecestes no seio de minha mãe.

14 Sede bendito por me haverdes feito de modo tão maravilhoso. Pelas vossas obras tão extraordinárias, conheceis até o fundo a minha alma.

15 Nada de minha substância vos é oculto, quando fui formado ocultamente, quando fui tecido nas entranhas subterrâneas.

16 Cada uma de minhas ações vossos olhos viram, e todas elas foram escritas em vosso livro; cada dia de minha vida foi prefixado, desde antes que um só deles existisse.

17 Ó Deus, como são insondáveis para mim vossos desígnios! E quão imenso é o número deles!

18 Como contá-los? São mais numerosos que a areia do mar; se pudesse chegar ao fim, seria ainda com vossa ajuda.

19 Oxalá extermineis os ímpios, ó Deus, e que se apartem de mim os sanguinários!

20 Eles se revoltam insidiosamente contra vós, perfidamente se insurgem vossos inimigos.

21 Pois não hei de odiar, Senhor, aos que vos odeiam? Aos que se levantam contra vós, não hei de abominá-los?

22 Eu os odeio com ódio mortal, eu os tenho em conta de meus próprios inimigos.

23 Perscrutai-me, Senhor, para conhecer meu coração; provai-me e conhecei meus pensamentos.

24 Vede se ando na senda do mal, e conduzi-me pelo caminho da eternidade.

1 Κυριε, εδοκιμασας με και με εγνωρισας.

2 Συ γνωριζεις το καθισμα μου και την εγερσιν μου· νοεις τους λογισμους μου απο μακροθεν.

3 Εξερευνας το περιπατημα μου και το πλαγιασμα μου και πασας τας οδους μου γνωριζεις.

4 Διοτι και πριν ελθη ο λογος εις την γλωσσαν μου, ιδου, Κυριε, γνωριζεις το παν.

5 Με περικυκλονεις οπισθεν και εμπροσθεν, και εθεσας επ' εμε την χειρα σου.

6 Η γνωσις αυτη ειναι υπερθαυμαστος εις εμε· ειναι υψηλη· δεν δυναμαι να φθασω εις αυτην.

7 Που να υπαγω απο του πνευματος σου; και απο του προσωπου σου που να φυγω;

8 Εαν αναβω εις τον ουρανον, εισαι εκει· εαν πλαγιασω εις τον αδην, ιδου, συ.

9 Εαν λαβω τας πτερυγας της αυγης και κατοικησω εις τα εσχατα της θαλασσης,

10 και εκει θελει με οδηγησει η χειρ σου και η δεξια σου θελει με κρατει.

11 Εαν ειπω, Αλλα το σκοτος θελει με σκεπασει, και η νυξ θελει εισθαι φως περι εμε·

12 και αυτο το σκοτος δεν σκεπαζει ουδεν απο σου· και η νυξ λαμπει ως η ημερα· εις σε το σκοτος ειναι ως το φως.

13 Διοτι συ εμορφωσας τους νεφρους μου· με περιετυλιξας εν τη κοιλια της μητρος μου.

14 Θελω σε υμνει, διοτι φοβερως και θαυμασιως επλασθην· θαυμασια ειναι τα εργα σου· και η ψυχη μου καλλιστα γνωριζει τουτο.

15 Δεν εκρυφθησαν τα οστα μου απο σου, ενω επλαττομην εν τω κρυπτω και διεμορφονομην εν τοις κατωτατοις της γης.

16 Το αδιαμορφωτον του σωματος μου ειδον οι οφθαλμοι σου· και εν τω βιβλιω σου παντα ταυτα ησαν γεγραμμενα, ως και αι ημεραι καθ' ας εσχηματιζοντο, και ενω ουδεν εκ τουτων υπηρχε·

17 ποσον δε πολυτιμοι ειναι εις εμε αι βουλαι σου, Θεε· ποσον εμεγαλυνθη ο αριθμος αυτων.

18 Εαν ηθελον να απαριθμησω αυτας, υπερβαινουσι την αμμον· εξυπνω, και ετι ειμαι μετα σου.

19 Βεβαιως θελεις θανατωσει τους ασεβεις, Θεε· απομακρυνθητε λοιπον απ' εμου, ανδρες αιματων.

20 Διοτι λαλουσι κατα σου ασεβως· οι εχθροι σου λαμβανουσι το ονομα σου επι ματαιω.

21 Μη δεν μισω, Κυριε, τους μισουντας σε; και δεν αγανακτω κατα των επανισταμενων επι σε;

22 Με τελειον μισος μισω αυτους· δια εχθρους εχω αυτους.

23 Δοκιμασον με, Θεε, και γνωρισον την καρδιαν μου· εξετασον με και μαθε τους στοχασμους μου·

24 και ιδε, αν υπαρχη εν εμοι οδος ανομιας· και οδηγησον με εις την οδον την αιωνιον.