1 De Davi. Não te irrites por causa dos que agem mal, nem invejes os que praticam a iniqüidade,

2 pois logo eles serão ceifados como a erva dos campos, e como a erva verde murcharão.

3 Espera no Senhor e faze o bem; habitarás a terra em plena segurança.

4 Põe tuas delícias no Senhor, e os desejos do teu coração ele atenderá.

5 Confia ao Senhor a tua sorte, espera nele, e ele agirá.

6 Como a luz, fará brilhar a tua justiça; e como o sol do meio-dia, o teu direito.

7 Em silêncio, abandona-te ao Senhor, põe tua esperança nele. Não invejes o que prospera em suas empresas, e leva a bom termo seus maus desígnios.

8 Guarda-te da ira, depõe o furor, não te exasperes, que será um mal,

9 porque os maus serão exterminados, mas os que esperam no Senhor possuirão a terra.

10 Mais um pouco e não existirá o ímpio; se olhares o seu lugar, não o acharás.

11 Quanto aos mansos, possuirão a terra, e nela gozarão de imensa paz.

12 O ímpio conspira contra o justo, e para ele range os seus dentes.

13 Mas o Senhor se ri dele, porque vê o destino que o espera.

14 Os maus empunham a espada e retesam o arco, para abater o pobre e miserável e liquidar os que vão no caminho reto.

15 Sua espada, porém, lhes traspassará o coração, e seus arcos serão partidos.

16 O pouco que o justo possui vale mais que a opulência dos ímpios;

17 porque os braços dos ímpios serão quebrados, mas os justos o Senhor sustenta.

18 O Senhor vela pela vida dos íntegros, e a herança deles será eterna.

19 Não serão confundidos no tempo da desgraça e nos dias de fome serão saciados.

20 Porém, os ímpios perecerão e os inimigos do Senhor fenecerão como o verde dos prados; desaparecerão como a fumaça.

21 O ímpio pede emprestado e não paga, enquanto o justo se compadece e dá,

22 porque aqueles que o Senhor abençoa possuirão a terra, mas os que ele amaldiçoa serão destruídos.

23 O Senhor torna firmes os passos do homem e aprova os seus caminhos.

24 Ainda que caia, não ficará prostrado, porque o Senhor o sustenta pela mão.

25 Fui jovem e já sou velho, mas jamais vi o justo abandonado, nem seus filhos a mendigar o pão.

26 Todos os dias empresta misericordiosamente, e abençoada é a sua posteridade.

27 Aparta-te do mal e faze o bem, para que permaneças para sempre,

28 porque o Senhor ama a justiça e não abandona os seus fiéis. Os ímpios serão destruídos, e a raça dos ímpios exterminada.

29 Os justos possuirão a terra, e a habitarão eternamente.

30 A boca do justo fala sabedoria e a sua língua exprime a justiça.

31 Em seu coração está gravada a lei de Deus; não vacilam os seus passos.

32 O ímpio espreita o justo, e procura como fazê-lo perecer.

33 Mas o Senhor não o abandonará em suas mãos e, quando for julgado, não o condenará.

34 Põe tu confiança no Senhor, e segue os seus caminhos. Ele te exaltará e possuirás a terra; a queda dos ímpios verás com alegria.

35 Vi o ímpio cheio de arrogância, a expandir-se com um cedro frondoso.

36 Apenas passei e já não existia; procurei-o por toda a parte e nem traço dele encontrei.

37 Observa o homem de bem, considera o justo, pois há prosperidade para o pacífico.

38 Os pecadores serão exterminados, a geração dos ímpios será extirpada.

39 Vem do Senhor a salvação dos justos, que é seu refúgio no tempo da provocação.

40 O Senhor os ajuda e liberta; arranca-os dos ímpios e os salva, porque se refugiam nele.

1 Μη αγανακτει δια τους πονηρευομενους, μηδε ζηλευε τους εργατας της ανομιας.

2 Διοτι ως χορτος ταχεως θελουσι κοπη, και ως χλωρα βοτανη θελουσι καταμαρανθη.

3 Ελπιζε επι Κυριον και πραττε το αγαθον· κατοικει την γην και νεμου την αληθειαν·

4 και ευφραινου εν Κυριω, και θελει σοι δωσει τα ζητηματα της καρδιας σου.

5 Αναθες εις τον Κυριον την οδον σου και ελπιζε επ' αυτον, και αυτος θελει ενεργησει·

6 και θελει εξαξει ως φως την δικαιοσυνην σου και την κρισιν σου ως μεσημβριαν.

7 Αναπαυου επι τον Κυριον και προσμενε αυτον· μη αγανακτει δια τον κατευοδουμενον εν τη οδω αυτου, δια ανθρωπον πραττοντα παρανομιας.

8 Παυσον απο θυμου και αφες την οργην· μηδολως αγανακτει ωστε να πραττης πονηρα.

9 Διοτι οι πονηρευομενοι θελουσιν εξολοθρευθη· οι δε προσμενοντες τον Κυριον, ουτοι θελουσι κληρονομησει την γην.

10 Διοτι ετι μικρον και ο ασεβης δεν θελει υπαρχει· και θελεις ζητησει τον τοπον αυτου, και δεν θελει ευρεθη·

11 οι πραεις ομως θελουσι κληρονομησει την γην· και θελουσι κατατρυφα εν πολλη ειρηνη.

12 Ο ασεβης μηχαναται κατα του δικαιου, και τριζει κατ' αυτου τους οδοντας αυτου.

13 Ο Κυριος θελει γελασει επ' αυτω, επειδη βλεπει οτι ερχεται η ημερα αυτου.

14 Οι ασεβεις εξεσπασαν ρομφαιαν και ενετειναν το τοξον αυτων, δια να καταβαλωσι τον πτωχον και τον πενητα, δια να σφαξωσι τους περιπατουντας εν ευθυτητι.

15 Η ρομφαια αυτων θελει εμβη εις την καρδιαν αυτων, και τα τοξα αυτων θελουσι συντριφθη.

16 Καλλιον το ολιγον του δικαιου παρα ο πλουτος πολλων ασεβων.

17 Διοτι οι βραχιονες των ασεβων θελουσι συντριφθη· τους δε δικαιους υποστηριζει ο Κυριος.

18 Γινωσκει ο Κυριος τας ημερας των αμεμπτων· και η κληρονομια αυτων θελει εισθαι εις τον αιωνα·

19 δεν θελουσι καταισχυνθη εν καιρω πονηρω· και εν ημεραις πεινης θελουσι χορτασθη.

20 Οι δε ασεβεις θελουσιν εξολοθρευθη· και οι εχθροι του Κυριου, ως το παχος των αρνιων, θελουσιν αναλωθη· εις καπνον θελουσι διαλυθη.

21 Δανειζεται ο ασεβης και δεν αποδιδει, ο δε δικαιος ελεει και διδει.

22 Διοτι οι ευλογημενοι αυτου θελουσι κληρονομησει την γην· οι δε κατηραμενοι αυτου θελουσιν εξολοθρευθη.

23 Οταν υπο Κυριου κατευθυνωνται τα διαβηματα του ανθρωπου, η οδος αυτου ειναι αρεστη εις αυτον.

24 Εαν πεση, δεν θελει συντριφθη· διοτι ο Κυριος υποστηριζει την χειρα αυτου.

25 Νεος ημην και ηδη εγηρασα, και δεν ειδον δικαιον εγκαταλελειμμενον ουδε το σπερμα αυτου ζητουν αρτον.

26 Ολην την ημεραν ελεει και δανειζει, και το σπερμα αυτου ειναι εις ευλογιαν.

27 Εκκλινον απο του κακου και πραττε το αγαθον, και θελεις διαμενει εις τον αιωνα.

28 Διοτι ο Κυριος αγαπα κρισιν, και δεν εγκαταλειπει τους οσιους αυτου· εις τον αιωνα θελουσι διαφυλαχθη· το δε σπερμα των ασεβων θελει εξολοθρευθη.

29 Οι δικαιοι θελουσι κληρονομησει την γην, και επ' αυτης θελουσι κατοικει εις τον αιωνα.

30 Το στομα του δικαιου μελετα σοφιαν, και η γλωσσα αυτου λαλει κρισιν.

31 Ο νομος του Θεου αυτου ειναι εν τη καρδια αυτου· τα διαβηματα αυτου δεν θελουσιν ολισθησει.

32 Κατασκοπευει ο αμαρτωλος τον δικαιον και ζητει να θανατωση αυτον.

33 Ο Κυριος δεν θελει αφησει αυτον εις τας χειρας αυτου, ουδε θελει καταδικασει αυτον οταν κρινη αυτον.

34 Προσμενε τον Κυριον και φυλαττε την οδον αυτου, και θελει σε υψωσει δια να κληρονομησης την γην· οταν εξολοθρευθωσιν οι ασεβεις, θελεις ιδει.

35 Ειδον τον ασεβη υπερυψουμενον και εξηπλωμενον ως την χλωραν δαφνην·

36 αλλ' ηφανισθη· και ιδου, δεν υπηρχε· και εζητησα αυτον, και δεν ευρεθη.

37 Παρατηρει τον ακακον και βλεπε τον ευθυν, οτι εις τον ειρηνικον ανθρωπον θελει εισθαι εγκαταλειμμα·

38 οι δε παραβαται θελουσιν ολως εξολοθρευθη· των ασεβων το εγκαταλειμμα θελει αποκοπη.

39 Των δικαιων ομως η σωτηρια ειναι παρα Κυριου· αυτος ειναι η δυναμις αυτων εν καιρω θλιψεως.

40 Και θελει βοηθησει αυτους ο Κυριος, και ελευθερωσει αυτους· θελει ελευθερωσει αυτους απο ασεβων και σωσει αυτους· διοτι ηλπισαν επ' αυτον.