1 Ao mestre de canto. Com flautas. Salmo de Davi. Senhor, ouvi minhas palavras, escutai meus gemidos.

2 Atendei à voz de minha prece, ó meu rei, ó meu Deus.

3 É a vós que eu invoco, Senhor, desde a manhã; escutai a minha voz, porque, desde o raiar do dia, vos apresento minha súplica e espero.

4 Pois vós não sois um Deus a quem agrade o mal, o mau não poderia morar junto de vós;

5 os ímpios não podem resistir ao vosso olhar. Detestais a todos os que praticam o mal,

6 fazeis perecer aqueles que mentem, o homem cruel e doloso vos é abominável, ó Senhor.

7 Mas eu, graças à vossa grande bondade, entrarei em vossa casa. Prostrar-me-ei em vosso santuário, com o respeito que vos é devido, Senhor.

8 Conduzi-me pelas sendas da justiça, por causa de meus inimigos; aplainai, para mim, vosso caminho.

9 Porque em seus lábios não há sinceridade, seus corações só urdem projetos ardilosos. A garganta deles é como um sepulcro escancarado, com a língua distribuem lisonjas.

10 Deixai-os, Senhor, prender-se nos seus erros, que suas maquinações malogrem! Por causa do número de seus crimes, rejeitai-os, pois é contra vós que se revoltaram.

11 Regozijam-se, pelo contrário, os que em vós confiam, permanecem para sempre na alegria. Protegei-os e triunfarão em vós os que amam vosso nome.

12 Pois, vós, Senhor, abençoais o justo; vossa benevolência, como um escudo, o cobrirá.

1 Ακροασθητι, Κυριε, τους λογους μου· νοησον τον στεναγμον μου.

2 Προσεξον εις την φωνην της κραυγης μου, Βασιλευ μου και Θεε μου· Διοτι εις σε θελω προσευχηθη.

3 Κυριε, το πρωι θελεις ακουσει την φωνην μου· το πρωι θελω παρασταθη εις σε και θελω προσδοκα.

4 Διοτι δεν εισαι συ Θεος θελων την ασεβειαν· ο πονηρευομενος δεν θελει κατοικει πλησιον σου.

5 Ουδε θελουσι σταθη οι αφρονες εμπροσθεν των οφθαλμων σου· μισεις παντας τους εργατας της ανομιας.

6 Θελεις εξολοθρευσει τους λαλουντας το ψευδος· ο Κυριος βδελυττεται τον ανθρωπον τον αιμοβορον και τον δολιον.

7 Αλλ' εγω δια του πληθους του ελεους σου θελω εισελθει εις τον οικον σου· θελω προσκυνησει προς τον ναον της αγιοτητος σου μετα φοβου σου.

8 Κυριε, οδηγησον με εν τη δικαιοσυνη σου, ενεκα των εχθρων μου· κατευθυνον την οδον σου εμπροσθεν μου.

9 Διοτι δεν ειναι εν τω στοματι αυτων αληθεια· η καρδια αυτων ειναι πονηρια· ταφος ανεωγμενος ο λαρυγξ αυτων· δια της γλωσσης αυτων κολακευουσι.

10 Καταδικασον αυτους, Θεε· ας αποτυχωσι των διαβουλιων αυτων· εξωσον αυτους δια το πληθος των παραβασεων αυτων, διοτι απεστατησαν εναντιον σου.

11 Ας ευφραινωνται δε παντες οι ελπιζοντες επι σε· ας χαιρωσι διαπαντος, διοτι συ περισκεπαζεις αυτους· ας καυχωνται ομοιως επι σε οι αγαπωντες το ονομα σου.

12 Διοτι συ, Κυριε, θελεις ευλογησει τον δικαιον· θελεις περισκεπασει αυτον με ευμενειαν, ως με ασπιδα.