1 Prece de Moisés, homem de Deus. Senhor, fostes nosso refúgio de geração em geração.

2 Antes que se formassem as montanhas, a terra e o universo, desde toda a eternidade vós sois Deus.

3 Reduzis o homem à poeira, e dizeis: Filhos dos homens, retornai ao pó,

4 porque mil anos, diante de vós, são como o dia de ontem que já passou, como uma só vigília da noite.

5 Vós os arrebatais: eles são como um sonho da manhã, como a erva virente,

6 que viceja e floresce de manhã, mas que à tarde é cortada e seca.

7 Sim, somos consumidos pela vossa severidade, e acabrunhados pela vossa cólera.

8 Colocastes diante de vós as nossas culpas, e nossos pecados ocultos à vista de vossos olhos.

9 Ante a vossa ira, passaram todos os nossos dias. Nossos anos se dissiparam como um sopro.

10 Setenta anos é o total de nossa vida, os mais fortes chegam aos oitenta. A maior parte deles, sofrimento e vaidade, porque o tempo passa depressa e desaparecemos.

11 Quem avalia a força de vossa cólera, e mede a vossa ira com o temor que vos é devido?

12 Ensinai-nos a bem contar os nossos dias, para alcançarmos o saber do coração.

13 Voltai-vos, Senhor - quanto tempo tardareis? E sede propício a vossos servos.

14 Cumulai-vos desde a manhã com as vossas misericórdias, para exultarmos alegres em toda a nossa vida.

15 Consolai-nos tantos dias quantos nos afligistes, tantos anos quantos nós sofremos.

16 Manifestai vossa obra aos vossos servidores, e a vossa glória aos seus filhos.

17 Que o beneplácito do Senhor, nosso Deus, repouse sobre nós. Favorecei as obras de nossas mãos. Sim, fazei prosperar o trabalho de nossas mãos.

1 Κυριε, συ εγεινες εις ημας καταφυγη εις γενεαν και γενεαν.

2 Πριν γεννηθωσι τα ορη, και πλασης την γην και την οικουμενην, και απο του αιωνος εως του αιωνος, συ εισαι ο Θεος.

3 Επαναφερεις τον ανθρωπον εις τον χουν· και λεγεις, Επιστρεψατε, υιοι των ανθρωπων.

4 Διοτι χιλια ετη ενωπιον σου ειναι ως ημερα η χθες, ητις παρηλθε, και ως φυλακη νυκτος.

5 Κατακλυζεις αυτους· ειναι ως ονειρον της αυγης, ως χορτος οστις παρερχεται·

6 το πρωι ανθει και παρακμαζει· το εσπερας κοπτεται και ξηραινεται.

7 Διοτι εκλειπομεν εν τη οργη σου και εν τω θυμω σου ταραττομεθα.

8 Εθεσας τας ανομιας ημων ενωπιον σου, τα κρυφια ημων εις το φως του προσωπου σου.

9 Επειδη πασαι αι ημεραι ημων παρερχονται εν τη οργη σου· διατρεχομεν τα ετη ημων ως διανοημα.

10 Αι ημεραι της ζωης ημων ειναι καθ' εαυτας εβδομηκοντα ετη, και εαν εν ευρωστια, ογδοηκοντα ετη· πλην και το καλητερον μερος αυτων ειναι κοπος και πονος, διοτι ταχεως παρερχεται και εμεις πετωμεν.

11 Τις γνωριζει την δυναμιν της οργης σου και του θυμου σου αναλογως του φοβου σου;

12 Διδαξον ημας να μετρωμεν ουτω τας ημερας ημων, ωστε να προσκολλωμεν τας καρδιας ημων εις την σοφιαν.

13 Επιστρεψον, Κυριε· εως ποτε; και γενου ιλεως εις τους δουλους σου.

14 Χορτασον ημας του ελεους σου απο πρωιας, και θελομεν αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι κατα πασας τας ημερας ημων.

15 Ευφρανον ημας αντι των ημερων, καθ' ας εθλιψας ημας, των ετων καθ' α ειδομεν κακα.

16 Ας γεινη το εργον σου φανερον εις τους δουλους σου και η δοξα σου εις τους υιους αυτων·

17 και ας ηναι η λαμπροτης Κυριου του Θεου ημων εφ' ημας· και το εργον των χειρων ημων στερεονε εφ' ημας· ναι, το εργον των χειρων ημων, στερεονε αυτο.