1 Hino de Etã, ezraíta. Cantarei, eternamente, as bondades do Senhor; minha boca publicará sua fidelidade de geração em geração.

2 Com efeito, vós dissestes: A bondade é um edifício eterno. Vossa fidelidade firmastes no céu.

3 Concluí, dizeis vós, uma aliança com o meu eleito; liguei-me por juramento a Davi, meu servo.

4 Conservarei tua linhagem para sempre, manterei teu trono em todas as gerações.

5 Senhor, os céus celebram as vossas maravilhosas obras, e na assembléia dos anjos a vossas fidelidade.

6 Quem poderá, nas nuvens, igualar-se a Deus? Quem é semelhante ao Senhor entre os filhos de Deus?

7 Terrível é Deus na assembléia dos santos, maior e mais tremendo que todos os que o cercam.

8 Quem se compara a vós, Senhor, Deus dos exércitos? Sois forte, Senhor, e cheio de fidelidade.

9 Dominais o orgulho do mar, amainais suas ondas revoltas.

10 Calcastes Raab e o transportastes; com poderoso braço dispersastes vossos inimigos.

11 Vossos são os céus e também a terra, vós que criastes o globo e tudo o que ele contém.

12 O norte e o sul vós os fizestes; Tabor e Hermon em vosso nome exultam.

13 Tendes o poder em vosso braço, a firmeza na mão, a autoridade em vossa destra.

14 A justiça e o direito são o fundamento de vosso trono, a bondade e a fidelidade vos precedem.

15 Feliz o povo que vos sabe louvar: caminha na luz de vossa face, Senhor.

16 Vosso nome lhe é causa de contínua alegria, pela vossa justiça ele se glorifica,

17 porque sois o esplendor de sua força, e é vosso favor que nos faz erguer a cabeça,

18 pois no Senhor está o nosso escudo, e nosso rei no Santo de Israel.

19 Outrora, em visão, falastes aos vossos santos e dissestes-lhes: Impus a coroa a um herói, escolhi meu eleito dentre o povo.

20 Encontrei Davi, meu servidor, e o sagrei com a minha santa unção.

21 Assistir-lhe-á sempre a minha mão, e meu braço o fortalecerá.

22 Não o há de surpreender o inimigo, nem ousará oprimi-lo o malvado.

23 Sob seus olhos esmagarei os seus contrários, serão feridos aqueles que o odeiam.

24 Com ele ficarão minha fidelidade e bondade, pelo meu nome crescerá o seu poder.

25 Estenderei a sua mão por sobre o mar, e a sua destra acima dos rios.

26 Ele me invocará: Vós sois meu Pai, vós sois meu Deus e meu rochedo protetor.

27 Por isso eu o constituirei meu primogênito, o mais excelso dentre todos os reis da terra.

28 Assegurado lhe estará o favor eterno, e indissolúvel será meu pacto com ele.

29 Dar-lhe-ei uma perpétua descendência, seu trono terá a duração dos céus.

30 Se, porém, seus filhos abandonarem minha lei, se não observarem os meus preceitos,

31 se violarem as minhas prescrições e não obedecerem às minhas ordens,

32 eu punirei com vara a sua transgressão, e a sua falta castigarei com açoite.

33 Mas não lhe retirarei o meu favor e não trairei minha promessa.

34 não violarei minha aliança, não mudarei minha palavra dada.

35 Jurei uma vez por todas pela minha santidade: a Davi não faltarei jamais.

36 Sua posteridade permanecerá eternamente, e seu trono, como o sol, subsistirá diante de mim,

37 como a lua que existirá sem fim, e o arco-íris, fiel testemunha nos céus.

38 E, contudo, vós o repelistes e rejeitastes, gravemente vos irritastes contra aquele que vos é consagrado.

39 Rompestes a aliança feita com o vosso servidor, lançastes por terra sua coroa,

40 derrubastes todos os seus muros, arruinastes as suas fortalezas.

41 Saquearam-no todos os transeuntes, e o escarneceram os seus vizinhos.

42 A mão de seus inimigos exaltastes, de gozo enchestes todos os seus contrários.

43 Embotastes o fio de sua espada, não o sustentastes na batalha.

44 Fizestes terminar seu esplendor, por terra derrubastes o seu trono.

45 Abreviastes a sua adolescência, e de ignomínia o cobristes.

46 Até quando, Senhor? Até quando continuareis escondido? Até quando estará acesa a vossa cólera?

47 Lembrai-vos como é curta a nossa vida, quão efêmeros os homens que criastes.

48 Qual é o vivo que se livra da morte, ou pode subtrair a sua alma ao poder da morada dos mortos?

49 Vossas bondades de outrora, ó Senhor, onde estão? E os juramentos que a Davi fizestes de fidelidade?

50 Considerai, Senhor, a vergonha imposta aos vossos servidores. Levo em meu seio ultrajes das nações pagãs,

51 insultos de vossos inimigos, Senhor, injúrias que lançam até nos passos daquele que vos é consagrado.

52 Bendito seja o Senhor eternamente! Amém! Amém!

1 Τα ελεη του Κυριου εις τον αιωνα θελω ψαλλει· δια του στοματος μου θελω αναγγελλει την αληθειαν σου εις γενεαν και γενεαν.

2 Διοτι ειπα, το ελεος σου θελει θεμελιωθη εις τον αιωνα· εν τοις ουρανοις θελεις στερεωσει την αληθειαν σου.

3 Εκαμα διαθηκην μετα του εκλεκτου μου· ωμοσα προς Δαβιδ τον δουλον μου·

4 Διαπαντος θελω στερεωσει το σπερμα σου, και θελω οικοδομησει τον θρονον σου εις γενεαν και γενεαν. Διαψαλμα.

5 Και οι ουρανοι θελουσιν υμνει τα θαυμασια σου, Κυριε· και η αληθεια σου θελει εξυμνεισθαι εν τη συναξει των αγιων.

6 Διοτι τις εν τω ουρανω δυναται να εξισωθη με τον Κυριον; Τις μεταξυ των υιων των δυνατων δυναται να ομοιωθη με τον Κυριον;

7 Ο Θεος ειναι φοβερος σφοδρα εν τη βουλη των αγιων και σεβαστος εν πασι τοις κυκλω αυτου.

8 Κυριε Θεε των δυναμεων, τις ομοιος σου; δυνατος εισαι, Κυριε, και η αληθεια σου ειναι κυκλω σου.

9 Συ δεσποζεις την επαρσιν της θαλασσης· οταν σηκονωνται τα κυματα αυτης, συ ταπεινονεις αυτα.

10 Συ συνετριψας την Ρααβ ως τραυματιαν· δια του βραχιονος της δυναμεως σου διεσκορπισας τους εχθρους σου.

11 Σου ειναι οι ουρανοι και σου η γη την οικουμενην και το πληρωμα αυτης, συ εθεμελιωσας αυτα.

12 Τον βορραν και τον νοτον, συ εκτισας αυτους· Θαβωρ και Αερμων εις το ονομα σου θελουσιν αγαλλεσθαι.

13 Εχεις ισχυρον τον βραχιονα· κραταια ειναι η χειρ σου· υψηλη η δεξια σου.

14 Η δικαιοσυνη και η κρισις ειναι η βασις του θρονου σου· το ελεος και η αληθεια θελουσι προπορευεσθαι εμπροσθεν του προσωπου σου.

15 Μακαριος ο λαος ο γινωσκων αλαλαγμον· θελουσι περιπατει, Κυριε, εν τω φωτι του προσωπου σου.

16 Εις το ονομα σου θελουσιν αγαλλεσθαι ολην την ημεραν· και εις την δικαιοσυνην σου θελουσιν υψωθη.

17 Διοτι συ εισαι το καυχημα της δυναμεως αυτων· και δια της ευμενειας σου θελει υψωθη το κερας ημων.

18 Διοτι ο Κυριος ειναι η ασπις ημων· και ο Αγιος του Ισραηλ ο βασιλευς ημων.

19 Ελαλησας τοτε δι' οραματος προς τον οσιον σου και ειπας· εθεσα βοηθειαν επι τον δυνατον· υψωσα εκλεκτον εκ του λαου·

20 Ευρηκα Δαβιδ τον δουλον μου· με το ελαιον το αγιον μου εχρισα αυτον·

21 η χειρ μου θελει στερεονει αυτον· και ο βραχιων μου θελει ενδυναμονει αυτον.

22 δεν θελει υπερισχυσει εχθρος κατ' αυτου· ουδε υιος ανομιας θελει ταλαιπωρησει αυτον.

23 Και θελω κατακοψει απ' εμπροσθεν αυτου τους εχθρους αυτου· και τους μισουντας αυτον θελω κατατροπωσει.

24 Η δε αληθεια μου και το ελεος μου θελουσιν εισθαι μετ' αυτου· και εν τω ονοματι μου θελει υψωθη το κερας αυτου.

25 Και θελω θεσει την χειρα αυτου επι την θαλασσαν, και επι τους ποταμους την δεξιαν αυτου.

26 Αυτος θελει κραξει προς εμε, Πατηρ μου εισαι, Θεος μου και πετρα της σωτηριας μου.

27 Εγω βεβαιως θελω καμει αυτον πρωτοτοκον μου, Υψιστον επι τους βασιλεις της γης.

28 Διαπαντος θελω φυλαττει εις αυτον το ελεος μου, και η διαθηκη μου θελει εισθαι στερεα μετ' αυτου.

29 Και θελω καμει να διαμενη το σπερμα αυτου εις τον αιωνα, και ο θρονος αυτου ως αι ημεραι του ουρανου.

30 Εαν εγκαταλιπωσιν οι υιοι αυτου τον νομον μου και εις τας κρισεις μου δεν περιπατησωσιν·

31 Εαν παραβωσι τα διαταγματα μου και δεν φυλαξωσι τας εντολας μου·

32 Τοτε θελω επισκεφθη με ραβδον τας παραβασεις αυτων και με πληγας τας παρανομιας αυτων.

33 Το ελεος μου ομως δεν θελω αφαιρεσει απ' αυτου, ουδε θελω ψευσθη κατα της αληθειας μου.

34 Δεν θελω παραβη την διαθηκην μου, ουδε θελω αθετησει ο, τι εξηλθεν εκ των χειλεων μου.

35 Απαξ ωμοσα εις την αγιοτητα μου, οτι δεν θελω ψευσθη προς τον Δαβιδ.

36 Το σπερμα αυτου θελει διαμενει εις τον αιωνα και ο θρονος αυτου ως ο ηλιος, ενωπιον μου·

37 Ως η σεληνη θελει στερεωθη εις τον αιωνα και μαρτυς πιστος εν τω ουρανω. Διαψαλμα.

38 Αλλα συ απεβαλες και εβδελυχθης, ωργισθης κατα του χριστου σου·

39 ηκυρωσας την διαθηκην του δουλου σου· εβεβηλωσας το διαδημα αυτου εως της γης.

40 Κατεβαλες παντας τους φραγμους αυτου· ηφανισας τα οχυρωματα αυτου·

41 διαρπαζουσιν αυτον παντες οι διαβαινοντες την οδον· κατεσταθη ονειδος εις τους γειτονας αυτου.

42 Υψωσας την δεξιαν των εναντιων αυτου· ευφρανας παντας τους εχθρους αυτου·

43 ημβλυνας μαλιστα το κοπτερον της ρομφαιας αυτου και δεν εστερεωσας αυτον εν τη μαχη·

44 Επαυσας την δοξαν αυτου και τον θρονον αυτου ερριψας κατα γης.

45 Ωλιγοστευσας τας ημερας της νεοτητος αυτου· ενεδυσας αυτον με αισχυνην. Διαψαλμα.

46 Εως ποτε, Κυριε; θελεις κρυπτεσθαι διαπαντος; θελει καιεσθαι ως πυρ η οργη σου;

47 Μνησθητι ποσον βραχυς ειναι ο καιρος μου, εν τινι ματαιοτητι εποιησας παντας τους υιους των ανθρωπων.

48 Τις ανθρωπος θελει ζησει και δεν θελει ιδει θανατον; τις θελει λυτρωσει την ψυχην αυτου εκ της χειρος του αδου; Διαψαλμα.

49 Που ειναι τα ελεη σου τα αρχαια, Κυριε, τα οποια ωμοσας προς τον Δαβιδ εν τη αληθεια σου;

50 Μνησθητι, Κυριε, του ονειδισμου των δουλων σου, τον οποιον φερω εν τω κολπω μου υπο τοσουτων πολυαριθμων λαων·

51 με τον οποιον ωνειδισαν οι εχθροι σου, Κυριε· με τον οποιον ωνειδισαν τα ιχνη του χριστου σου.

52 Ευλογητος Κυριος εις τον αιωνα. Αμην, και αμην.