1 Ao mestre de canto. Com instrumentos de corda. Salmo de Davi. Quando vos invoco, respondei-me, ó Deus de minha justiça, vós que na hora da angústia me reconfortastes. Tende piedade de mim e ouvi minha oração.

2 Ó poderosos, até quando tereis o coração endurecido, no amor das vaidades e na busca da mentira?

3 O Senhor escolheu como eleito uma pessoa admirável, o Senhor me ouviu quando o invoquei.

4 Tremei, mas sem pecar; refleti em vossos corações, quando estiverdes em vossos leitos, e calai.

5 Oferecei vossos sacrifícios com sinceridade e esperai no Senhor.

6 Dizem muitos: Quem nos fará ver a felicidade? Fazei brilhar sobre nós, Senhor, a luz de vossa face.

7 Pusestes em meu coração mais alegria do que quando abundam o trigo e o vinho.

8 Apenas me deito, logo adormeço em paz, porque a segurança de meu repouso vem de vós só, Senhor.

1 Οταν επικαλωμαι, εισακουε μου Θεε της δικαιοσυνης μου· εν στενοχωρια με επλατυνας· ελεησον με και εισακουσον της προσευχης μου.

2 Υιοι ανθρωπων, εως ποτε μετατρεπετε την δοξαν μου εις καταισχυνην, αγαπατε ματαιοτητα και ζητειτε ψευδος; Διαψαλμα.

3 Αλλα μαθετε οτι εξελεξεν ο Κυριος τον οσιον αυτου· ο Κυριος θελει ακουσει, οταν κραζω προς αυτον.

4 Οργιζεσθε και μη αμαρτανετε· λαλειτε εν ταις καρδιαις υμων επι της κλινης υμων και ησυχαζετε. Διαψαλμα.

5 Θυσιασατε θυσιας δικαιοσυνης και ελπισατε επι τον Κυριον.

6 Πολλοι λεγουσι, Τις θελει δειξει εις ημας το αγαθον; Υψωσον εφ' ημας το φως του προσωπου σου, Κυριε.

7 Εδωκας μεγαλητεραν ευφροσυνην εις την καρδιαν μου, παρ' οσην απολαμβανουσιν αυτοι, οταν πληθυνηται ο σιτος αυτων και ο οινος αυτων.

8 Εν ειρηνη θελω και πλαγιασει και κοιμηθη· διοτι συ μονος, Κυριε, με κατοικιζεις εν ασφαλεια.