1 Jó continuou seu discurso nestes termos:

2 Quem me tornará tal como antes, nos dias em que Deus me protegia,

3 quando a sua lâmpada luzia sobre a minha cabeça, e a sua luz me guiava nas trevas?

4 Tal como eu era nos dias de meu outono, quando Deus velava como um amigo sobre minha tenda,

5 quando o Todo-poderoso estava ainda comigo, e meus filhos em volta de mim;

6 quando os meus pés se banhavam no creme, e o rochedo em mim derramava ondas de óleo;

7 quando eu saía para ir à porta da cidade, e me assentava na praça pública?

8 Viam-me os jovens e se escondiam, os velhos levantavam-se e ficavam de pé;

9 os chefes interrompiam suas conversas, e punham a mão sobre a boca;

10 calava-se a voz dos príncipes, a língua colava-se-lhes no céu da boca.

11 Quem me ouvia felicitava-me, quem me via dava testemunho de mim.

12 Livrava o pobre que pedia socorro, e o órfão que não tinha apoio.

13 A bênção do que estava a perecer vinha sobre mim, e eu dava alegria ao coração da viúva.

14 Revestia-me de justiça, e a eqüidade era para mim como uma roupa e um turbante.

15 Era os olhos do cego e os pés daquele que manca;

16 era um pai para os pobres, examinava a fundo a causa dos desconhecidos.

17 Quebrava o queixo do perverso, e arrancava-lhe a presa de entre os dentes.

18 Eu dizia: Morrerei em meu ninho, meus dias serão tão numerosos quanto os da fênix.

19 Minha raiz atinge as águas, o orvalho ficará durante a noite sobre meus ramos.

20 Minha glória será sempre jovem, e meu arco sempre forte em minha mão.

21 Escutavam-me, esperavam, recolhiam em silêncio meu conselho;

22 quando acabava de falar, não acrescentavam nada, minhas palavras eram recebidas como orvalho.

23 Esperavam-me como a chuva e abriam a boca como se fosse para as águas da primavera.

24 Sorria para aqueles que perdiam coragem; ante o meu ar benevolente, deixavam de estar abatidos.

25 Quando eu ia ter com eles, tinha o primeiro lugar, era importante como um rei no meio de suas tropas, como o consolador dos aflitos.

1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν·

2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν·

3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει·

4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου·

5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου·

6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου·

7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια

8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο· και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.

9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.

10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.

11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου·

12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.

13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε· και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.

14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.

15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.

16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.

17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.

18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.

19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.

20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.

21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.

22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.

23 Και με περιεμενον ως την βροχην· και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.

24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον· και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.

25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.