1 Oráculo contra Tiro. Lastimai-vos, navios de Társis, porque vosso porto foi destruído. Foi no regresso de Chipre que eles receberam a nova.

2 Estão estupefatos os habitantes da costa, o mercador de Sidon, o corredor do mar,

3 cujos mensageiros navegam ao largo. O grão de Sihor era a sua colheita, e sua renda era tirada do comércio das nações.

4 Envergonha-te, Sidon, porque o mar {a fortaleza do mar} te diz: Eu não concebi nem dei à luz. Não criei rapazes nem eduquei moças.

5 Quando o Egito receber esta nova, tremerá ao ter conhecimento da sorte de Tiro.

6 Passai a Társis, lastimai-vos, habitantes da costa.

7 Acaso não é a vossa cidade gloriosa, cuja origem remonta aos dias antigos, e que dirigia seus passos para se estabelecer ao longe?

8 Quem, pois, tomou essa decisão contra Tiro, essa cidade coroada, cujos mercadores eram soberanos, e os traficantes, fidalgos da terra?

9 Foi o Senhor dos exércitos quem o decidiu, para ferir o orgulho da nobreza e para aviltar os mais considerados da terra.

10 Cultiva agora a terra, filha de Társis, teu porto já não existe.

11 O Senhor estendeu a mão sobre o mar e abalou os reinos. Ele ordenou a destruição das fortalezas de Canaã.

12 E disse: Cessa de rejubilar-te, Sidon, filha desonrada! Levanta-te e vai estabelecer-te em Chipre! Mesmo lá, não terás repouso.

13 Reduziram-na a ruínas.

14 Lastimai-vos, navios de Társis, porque vosso porto foi destruído.

15 Naquele tempo, Tiro será esquecida durante setenta anos. No reinado de outro rei, ao fim de setenta anos, realizar-se-á para ela a canção da meretriz:

16 Toma a tua cítara, percorre a cidade, meretriz esquecida, toca com perfeição, canta a toda voz para que se lembrem de ti.

17 No fim de setenta anos, o Senhor visitará Tiro, e ela recomeçará a enriquecer-se, mantendo comércio com todos os reinos do mundo, em toda a superfície da terra.

18 Porém, os lucros, que lhe trouxer seu comércio, serão consagrados ao Senhor, em vez de serem entesourados; seu comércio aproveitará àqueles que habitam na presença do Senhor, a fim de que tenham com que se nutrir com abundância e se vestir magnificamente.

1 Η κατα της Τυρου ορασις. Ολολυζετε, πλοια της Θαρσεις· διοτι εξωλοθρευθη, ωστε να μη υπαρχη οικια μηδε εισοδος· εκ της γης των Κητιαιων ανηγγελθη τουτο προς αυτους.

2 Σιωπησατε, κατοικοι της νησου· συ, την οποιαν εγεμισαν οι εμποροι της Σιδωνος, οι διαβαινοντες επι της θαλασσης.

3 Και το εισοδημα αυτης ειναι ο σπορος του Σιωρ, το θερος του ποταμου, φερομενα δια πολλων υδατων· και αυτη εγεινε το εμποριον των εθνων.

4 Αισχυνθητι, Σιδων· διοτι η θαλασσα ελαλησε, το οχυρωμα της θαλασσης, λεγουσα, Δεν κοιλοπονω ουδε γεννω ουδε ανατρεφω νεους ουδε μεγαλωνω παρθενους.

5 Οταν ακουσθη εν Αιγυπτω, θελουσι λυπηθη ακουοντες περι της Τυρου.

6 Διελθετε εις Θαρσεις· ολολυξατε, κατοικοι της νησου.

7 Αυτη ειναι η ευθυμος πολις σας, της οποιας η αρχαιοτης ειναι εκ παλαιων ημερων; οι ποδες αυτης θελουσι φερει αυτην μακραν δια να παροικηση.

8 Τις εβουλευθη τουτο κατα της Τυρου, ητις διανεμει στεμματα, της οποιας οι εμποροι ειναι ηγεμονες, της οποιας οι πραγματευται ειναι οι ενδοξοι της γης;

9 Ο Κυριος των δυναμεων εβουλευθη τουτο, δια να καταισχυνη την υπερηφανιαν πασης δοξης, να εξευτελιση παντα ενδοξον της γης.

10 Διαπερασον την γην σου ως ποταμος, θυγατηρ της Θαρσεις· δυναμις πλεον δεν υπαρχει.

11 Εξετεινε την χειρα αυτου επι την θαλασσαν, εσεισε βασιλεια· ο Κυριος εδωκε προσταγην κατα της Χανααν, δια να καταστρεψωσι τα οχυρωματα αυτης.

12 Και ειπε, δεν θελεις αγαλλεσθαι πλεον, παρθενε κατατεθλιμμενη, θυγατηρ της Σιδωνος· σηκωθητι, περασον προς τους Κητιαιους· ουδε εκει θελεις εχει αναπαυσιν.

13 Ιδου, η γη των Χαλδαιων· ουτος ο λαος δεν υπηρχεν· ο Ασσυριος εθεμελιωσεν αυτον δια τους κατοικουντας την ερημον· ηγειραν τους πυργους αυτης, υψωσαν τα παλατια αυτης· και κατεστησεν αυτην ερειπια.

14 Ολολυζετε, πλοια της Θαρσεις· διοτι ηρημωθη το οχυρωμα σας.

15 Και εν εκεινη τη ημερα η Τυρος θελει λησμονηθη εβδομηκοντα ετη, κατα τας ημερας ενος βασιλεως· μετα δε τα εβδομηκοντα ετη θελει εισθαι εν τη Τυρω ως ασμα της πορνης.

16 Λαβε κιθαραν, περιελθε την πολιν, πορνη λησμονημενη, παιζε γλυκα, αδε πολλα ασματα, δια να σε ενθυμηθωσι.

17 Και μετα τα εβδομηκοντα ετη, ο Κυριος θελει επισκεφθη την Τυρον· και αυτη θελει επιστρεψει εις το μισθωμα αυτης, και θελει πορνευεσθαι μετα παντων των βασιλειων του κοσμου επι προσωπου της γης.

18 Και το εμποριον αυτης και το μισθωμα αυτης θελει αφιερωθη εις τον Κυριον· δεν θελει θησαυρισθη ουδε ταμιευθη· διοτι το εμποριον αυτης θελει εισθαι δια τους κατοικουντας ενωπιον του Κυριου· δια να τρωγωσιν εις χορτασμον και να εχωσιν ενδυματα πολυχρονια.