1 Não, não é a mão do Senhor que é incapaz de salvar, nem seu ouvido demasiado surdo para ouvir,

2 são vossos pecados que colocaram uma barreira entre vós e vosso Deus. Vossas faltas são o motivo pelo qual a Face se oculta para não vos ouvir,

3 porque vossas mãos estão manchadas de sangue e vossos dedos de crimes; vossos lábios proferem mentira, vossa língua entretém pérfidas conversas.

4 Pessoa alguma cita em justiça com razão, ninguém pleiteia de boa fé: apóiam-se sobre falsos argumentos, pretende-se aquilo que não é. Concebeu-se a intriga e gera-se o crime.

5 Chocam ovos de áspide, e tecem teias de aranha. Se se comem seus ovos, morre-se, se se quebra um, sai dele uma víbora;

6 suas teias não poderiam servir para roupa, não nos podemos cobrir com o que tecem. Fazem obras infamantes, entregam-se a atos de violência.

7 Seus pés correm para o mal: têm pressa de derramar o sangue inocente. Meditam projetos malignos, só se encontram sobre sua passagem estrago e ruínas;

8 o caminho da paz lhes é desconhecido, seguem atalhos tortuosos, onde aqueles que passam ignoram a felicidade.

9 Eis por que o direito permanece afastado de nós, e a justiça não vem a nós. Esperamos a luz, e eis as trevas; aguardamos o dia, e andamos na escuridão.

10 Vamos como cegos apalpando o muro, caminhamos às apalpadelas como aqueles que perderam a vista. Em pleno dia tropeçamos como ao crepúsculo, mergulhamos nas trevas como os mortos.

11 Rugimos todos como ursos, e gememos como pombas. Esperamos o direito, mas em vão, a salvação, mas ela permanece longe de nós,

12 porque nossas faltas são inúmeras perante vós, e nossos pecados dão testemunho contra nós; temos consciência de nossos crimes, e conhecemos nossas iniqüidades:

13 nós nos temos revoltado contra o Senhor e o temos renegado, nós nos afastamos de nosso Deus; só temos falado de opressão e de revolta, exalamos de nosso coração palavras mentirosas.

14 O direito é posto de lado, a justiça se mantém afastada, a boa fé tropeça na praça pública e não pode ali entrar a retidão.

15 Desaparecida a boa fé, fica despojado aquele que se abstém do mal. O Senhor viu com indignação que não havia mais justiça.

16 Viu que aí não existia pessoa alguma, e admirou-se de que ninguém interviesse. Então foi seu próprio braço que lhe veio em auxílio, e sua justiça que lhe serviu de apoio.

17 Vestiu a justiça como uma couraça, pôs sobre a cabeça o capacete da salvação, revestiu-se da vingança como de uma cota de armas, e envolveu-se de zelo como de um manto.

18 Pagará a cada um segundo suas obras: cólera contra seus adversários, represália contra seus inimigos. {Usará de represálias contra as ilhas}.

19 Desde o poente será visto o nome do Senhor, e desde o levante sua majestade, pois ele virá como uma torrente impetuosa precipitada pelo sopro do Senhor.

20 Mas virá como redentor a Sião, e aos filhos arrependidos de Jacó - Oráculo do Senhor.

21 {Eis minha aliança com eles, diz o Senhor: meu espírito que sobre ti repousa, e minhas palavras que coloquei em tua boca não deixarão teus lábios nem os de teus filhos, nem os de seus descendentes, diz o Senhor, desde agora e para sempre}.

1 Ιδου, η χειρ του Κυριου δεν εσμικρυνθη, ωστε να μη δυναται να σωση, ουδε το ωτιον αυτου εβαρυνεν, ωστε να μη δυναται να ακουση·

2 αλλ' αι ανομιαι σας εβαλον χωρισματα μεταξυ υμων και του Θεου υμων, και αι αμαρτιαι σας εκρυψαν το προσωπον αυτου απο σας, δια να μη ακουη.

3 Διοτι αι χειρες σας ειναι μεμολυσμεναι απο αιματος και οι δακτυλοι σας απο ανομιας· τα χειλη σας ελαλησαν ψευδη· η γλωσσα σας εμελετησε κακιαν.

4 Ουδεις εκζητει την δικαιοσυνην ουδε κρινει εν αληθεια· θαρρουσιν επι την ματαιοτητα και λαλουσι ψευδη· συλλαμβανουσι κακιαν και γεννωσιν ανομιαν.

5 Βασιλισκου ωα επωαζουσι και ιστον αραχνης υφαινουσιν· οστις φαγη εκ των ωων αυτων, αποθνησκει· και αν σπασης κανεν, εξερχεται εχιδνα.

6 Τα πανια αυτων δεν θελουσι χρησιμευσει εις ενδυματα, ουδε θελουσιν ενδυθη απο των εργων αυτων· τα εργα αυτων ειναι εργα ανομιας, και το εργον της βιας ειναι εν ταις χερσιν αυτων.

7 Οι ποδες αυτων τρεχουσι προς το κακον και σπευδουσι να χυσωσιν αιμα αθωον· οι διαλογισμοι αυτων ειναι διαλογισμοι ανομιας· ερημωσις και καταστροφη ειναι εν ταις οδοις αυτων.

8 Την οδον της ειρηνης δεν γνωριζουσι· και δεν ειναι κρισις εις τα βηματα αυτων· αυτοι εις εαυτους διεστρεψαν τας οδους αυτων· πας ο περιπατων εν αυταις δεν γνωριζει ειρηνην.

9 Δια τουτο η κρισις ειναι μακραν αφ' ημων και η δικαιοσυνη δεν μας φθανει· προσμενομεν φως και ιδου, σκοτος· λαμψιν, και περιπατουμεν εν ζοφω.

10 Ψηλαφωμεν τον τοιχον ως οι τυφλοι, και ψηλαφωμεν ως οι μη εχοντες οφθαλμους· εν μεσημβρια προσκοπτομεν ως εν νυκτι· ειμεθα εν μεσω των αγαθων ως νεκροι.

11 Παντες βρυχωμεθα ως αρκτοι και στεναζομεν ως τρυγονες· κρισιν προσμενομεν αλλα δεν υπαρχει· σωτηριαν αλλ' ειναι μακραν αφ' ημων.

12 Διοτι αι παραβασεις ημων επληθυνθησαν ενωπιον σου, και αι αμαρτιαι ημων ειναι μαρτυρες καθ' ημων· διοτι μεθ' ημων ειναι αι παραβασεις ημων· και τας ανομιας ημων ημεις γνωριζομεν αυτας·

13 παρεβημεν και εψευσθημεν προς τον Κυριον και απεμακρυνθημεν απο οπισθεν του Θεου ημων· ελαλησαμεν αδικα και στασιαστικα· συνελαβομεν και επροφεραμεν εκ της καρδιας λογους ψευδους.

14 Και η κρισις εστραφη οπισω και η δικαιοσυνη ισταται μακραν· διοτι η αληθεια επεσεν εν τη οδω και η ευθυτης δεν δυναται να εισχωρηση.

15 Ναι, εξελιπεν η αληθεια· και ο εκκλινων απο του κακου γινεται θηραμα. Και ειδε Κυριος και δυσηρεστηθη οτι δεν υπηρχε κρισις·

16 και ειδεν οτι δεν υπηρχεν ανθρωπος, και εθαυμασεν οτι δεν υπηρχεν ο μεσιτευων· οθεν ο βραχιων αυτου ενηργησεν εις αυτον σωτηριαν· και η δικαιοσυνη αυτου, αυτη εβαστασεν αυτον.

17 Και ενεδυθη δικαιοσυνην ως θωρακα και περιεθηκε την περικεφαλαιαν της σωτηριας επι την κεφαλην αυτου· και εφορεσεν ως ιματιον τα ενδυματα της εκδικησεως και ως επενδυμα περιενεδυθη τον ζηλον.

18 Κατα τα εργα αυτων, ουτω θελει ανταποδωσει, οργην εις τους εναντιους αυτου, ανταποδοσιν εις τους εχθρους αυτου· θελει καμει ανταποδοσιν και εις τας νησους.

19 Και θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου απο δυσμων και την δοξαν αυτου απο ανατολων ηλιου· οταν ο εχθρος επελθη ως ποταμος, το πνευμα του Κυριου θελει υψωσει σημαιαν εναντιον αυτου.

20 Και ο Λυτρωτης θελει ελθει εις Σιων και προς τους οσοι εκ του Ιακωβ επιστρεφουσιν απο της παραβασεως, λεγει Κυριος.

21 Παρ' εμου δε αυτη ειναι η προς αυτους διαθηκη μου, λεγει Κυριος· το πνευμα μου το επι σε και οι λογοι μου, τους οποιους εθεσα εν τω στοματι σου, δεν θελουσι λειψει απο του στοματος σου ουτε απο του στοματος του σπερματος σου ουτε απο του στοματος του σπερματος του σπερματος σου, απο του νυν και εως αιωνος, λεγει Κυριος.