1 Ai de ti, devastador que ainda não foste devastado, salteador que ainda não foste saqueado! Quando acabares de devastar, serás devastado, quando acabares de saquear, serás saqueado.

2 Senhor, tende piedade de nós, pois esperamos em vós. Sede nosso auxílio em cada manhã e nosso socorro no tempo da tribulação.

3 Ao fragor de vosso trovão, os povos fogem; quando vós vos ergueis, as nações se dispersam.

4 Recolherão o despojo como se amontoam os gafanhotos, saltam por cima assim como se atiram os gafanhotos.

5 O Senhor é grande, porque reina no alto; ele enche Sião de retidão e de justiça.

6 Teus dias estarão em segurança. A sabedoria e o conhecimento garantem a salvação, e o temor do Senhor será o seu tesouro.

7 Eis que a gente de Ariel lamenta nas ruas, os mensageiros de paz choram amargamente.

8 Os caminhos estão desertos, não há mais transeuntes nas veredas; o inimigo violou o tratado, desprezou as testemunhas, e não teve consideração para com ninguém.

9 A terra está enlutada e abatida, o Líbano, desonrado e ressequido, Saron assemelha-se a uma estepe, Basã e o Carmelo perdem sua folhagem.

10 Agora eu me erguerei, diz o Senhor, agora eu me manifestarei em toda a minha sublimidade.

11 Vós concebestes feno e gerareis palha; meu sopro, como um fogo, vos consumirá.

12 Os povos serão calcinados como espinhos cortados que se queimam.

13 Vós, que estais longe, ouvi o que eu fiz; vós, que estais perto, conhecei o meu poder.

14 Em Sião os pecadores serão aterrados, o medo apoderar-se-á dos ímpios. Quem de nós poderá permanecer perto deste fogo devorador? Quem de nós poderá permanecer perto das chamas eternas?

15 Aquele que procede bem e diz a verdade, que não quer um benefício extorquido, que não quer tocar um presente corruptor, que fecha os ouvidos aos propósitos sanguinários e cerra os olhos para não ver o mal.

16 Semelhante homem habitará nas alturas, e terá por asilo os rochedos fortificados; seu pão lhe é dado e a água lhe é assegurada.

17 Teus olhos verão o rei no seu esplendor, e contemplarão um grande território.

18 Teu coração recordará os terrores passados: Que foi feito do cobrador? Que foi feito do fiscal? Onde está aquele que inspecionava as fortificações?

19 Tu não verás mais aquele povo insolente, aquele povo de linguagem ininteligível, de língua bárbara que ninguém compreende.

20 Olha para Sião, a cidade de nossas festas; teus olhos verão Jerusalém, habitação tranqüila, tenda bem fixada, cujas estacas jamais serão arrancadas, nem as cordas rompidas.

21 Lá, na verdade, temos o arroio do Senhor, que nos serve de rios com largos canais; aí não passa embarcação a remo e nenhum navio imponente o sulca.

22 Porque o Senhor é nosso juiz, o Senhor é nosso legislador; o Senhor é nosso rei que nos salvará.

23 {Teus cordames afrouxaram, não sustentam mais o mastro e não estendem mais a vela.} Então o próprio cego apoderar-se-á da sua parte de um grande despojo, e os próprios coxos se entregarão ao saque;

24 ninguém mais {em Jerusalém} se dirá doente: o povo dessa cidade terá seus pecados perdoados.

1 Ουαι εις σε, οστις πορθεις και δεν επορθηθης· και καταδυναστευεις και δεν κατεδυναστευθης· οταν παυσης πορθων, θελεις πορθηθη· οταν τελειωσης καταδυναστευων, θελεις καταδυναστευθη.

2 Κυριε, ελεησον ημας· σε προσμενομεν· εσο βραχιων αυτων καθ' εκαστην πρωιαν και σωτηρια ημων εν καιρω θλιψεως.

3 Απο της φωνης του θορυβου οι λαοι εφυγον· απο της ανυψωσεως σου τα εθνη διεσκορπισθησαν.

4 Και τα λαφυρα σας θελουσι συναχθη, καθως συναγουσιν οι βρουχοι· θελουσι πηδησει επ' αυτον, καθως η ακρις πηδα εδω και εκει.

5 Ο Κυριος υψωθη· διοτι κατοικει εν υψηλοις· ενεπλησε την Σιων κρισεως και δικαιοσυνης.

6 Σοφια δε και επιστημη θελουσιν εισθαι η στερεωσις των καιρων σου και η σωτηριος δυναμις· ο φοβος του Κυριου, αυτος ειναι ο θησαυρος αυτου.

7 Ιδου, οι ανδρειοι αυτων θελουσι βοησει εξωθεν, και οι πρεσβεις της ειρηνης θελουσι κλαυσει πικρως.

8 Αι οδοι ηρημωθησαν, οι οδοιποροι επαυσαν· διελυσε την συνθηκην, απεβαλε τας πολεις, δεν λογιζεται ανθρωπον.

9 Η γη πενθει, μαραινεται· ο Λιβανος αισχυνεται, κατακοπτεται· ο Σαρων ομοιαζει ερημον· και η Βασαν και ο Καρμηλος κατετιναχθησαν.

10 Τωρα θελω σηκωθη, λεγει Κυριος· τωρα θελω υψωθη, τωρα θελω μεγαλυνθη.

11 Χνουν θελετε συλλαβει και αχυρον θελετε γεννησει· η πνοη σας ως πυρ θελει σας καταφαγει.

12 Και οι λαοι θελουσιν εισθαι ως καυσεις ασβεστου· ως ακανθαι κεκομμεναι θελουσι καυθη εν πυρι.

13 Οι μακραν, ακουσατε τι εκαμον· και σεις οι πλησιον, γνωρισατε την δυναμιν μου.

14 Οι αμαρτωλοι εν Σιων θελουσι τρομαξει· τρομος θελει καταλαβει τους υποκριτας, ωστε θελουσι λεγει, Τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα του κατατρωγοντος πυρος; τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα των αιωνιων καυσεων;

15 Ο περιπατων εν δικαιοσυνη και ο λαλων εν ευθυτητι· ο καταφρονων το κερδος των δυναστευσεων, ο σειων τας χειρας αυτου απο δωροληψιας, ο εμφραττων τα ωτα αυτου δια να μη ακουη περι αιματος, και ο κλειων τους οφθαλμους αυτου δια να μη ιδη το κακον·

16 ουτος θελει κατοικησει εν τοις υψηλοις· οι τοποι της υπερασπισεως αυτου θελουσιν εισθαι τα οχυρωματα των βραχων· αρτος θελει δοθη εις αυτον· το υδωρ αυτου θελει εισθαι βεβαιον·

17 Οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τον βασιλεα εν τη ωραιοτητι αυτου· θελουσιν ιδει την γην την μακραν.

18 Η καρδια σου θελει μελετα τον παρελθοντα τρομον, φωναζουσα, Που ειναι ο γραμματευς; που ο συζητητης; που ο λογιστης των πυργων;

19 δεν θελεις ιδει λαον αγριον, λαον βαθειας φωνης, ωστε να μη διακρινης· τραυλιζουσης γλωσσης, ωστε να μη εννοης.

20 Αναβλεψον εις την Σιων, την πολιν των εορτων ημων· οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει την Ιερουσαλημ ησυχον κατοικιαν, σκηνην ητις δεν θελει καταβιβασθη· οι πασσαλοι αυτης δεν θελουσι μετακινηθη εις τον αιωνα και ουδεν εκ των σχοινιων αυτης θελει κοπη.

21 Αλλ' εκει ο Κυριος της δοξης θελει εισθαι εις ημας τοπος πλατεων ποταμων και ρευματων· εκει δεν θελει εισελθει πλοιον δια κωπιων ουτε ναυς μεγαλοπρεπης θελει περασει εκειθεν.

22 Διοτι ο Κυριος ειναι ο κριτης ημων· ο Κυριος ειναι ο νομοθετης ημων· ο Κυριος ειναι ο βασιλευς ημων· αυτος θελει σωσει ημας.

23 Τα σχοινια σου εχαυνωθησαν· δεν δυνανται να στερεωσωσι το καταρτιον αυτων, δεν δυνανται να εξαπλωσωσι τα πανια· τοτε λεια μεγαλων λαφυρων θελει διαμερισθη· οι χωλοι θελουσι διαρπασει την λειαν.

24 Και ο κατοικος δεν θελει λεγει, Ητονησα· ο λαος ο κατοικων εν αυτη θελει λαβει αφεσιν ανομιας.