1 Naquele tempo, sete mulheres disputarão entre si um homem, e dirão: É do nosso pão que comeremos, e de nossas vestes que nos cobriremos. Deixa-nos apenas trazer o teu nome, faze cessar nosso opróbrio.

2 Naquele tempo, aquilo que o Senhor fizer crescer será o ornamento e a glória, e o fruto da terra será o orgulho e o ornato daqueles de Israel que foram salvos.

3 O que restar de Sião, os sobreviventes de Jerusalém, serão chamados santos, e todos os que estiverem computados entre os vivos em Jerusalém.

4 Quando o Senhor tiver lavado a imundície das filhas de Sião, e apagado de Jerusalém as manchas de sangue pelo sopro do direito e pelo vento devastador,

5 o Senhor virá estabelecer-se sobre todo o monte Sião e em suas assembléias: de dia como uma nuvem de fumaça, e de noite como um fogo flamejante. Porque sobre todos se estenderá a glória do Senhor,

6 como a cobertura de uma tenda, à guisa de sombra contra o calor do dia, e de refúgio e abrigo contra a procela e a chuva.

1 Και εν εκεινη τη ημερα επτα γυναικες θελουσι πιασει ενα ανδρα λεγουσαι, θελομεν τρωγει τον αρτον ημων και θελομεν ενδυεσθαι τα ιματια ημων μονον ας κραζεται το ονομα σου εφ ημας, δια να αφαιρεσης το ονειδος ημων.

2 Εν εκεινη τη ημερα ο κλαδος του Κυριου θελει εισθαι ωραιος και ενδοξος και ο καρπος της γης εξαιρετος και ευφροσυνος εις τους διασωθεντας εκ του Ισραηλ

3 και ο υπολοιπος εν Σιων και ο εναπολειφθεις εν Ιερουσαλημ θελει ονομασθη αγιος, παντες οι γεγραμμενοι μεταξυ των ζωντων εν Ιερουσαλημ,

4 οταν εκπλυνη ο Κυριος την ακαθαρσιαν των θυγατερων της Σιων και καθαριση το αιμα της Ιερουσαλημ εκ μεσου αυτης δια πνευματος κρισεως και δια πνευματος καυσεως.

5 Και ο Κυριος θελει δημιουργησει επι παντα τοπον του ορους Σιων και επι τας συναθροισεις αυτης νεφελην και καπνον την ημεραν, εν δε τη νυκτι λαμπροτητα φλογερου πυρος· διοτι επι πασαν την δοξαν θελει εισθαι υπερασπισις,

6 και θελει εισθαι σκηνη, δια να επισκιαζη απο της καυσεως εν ημερα, και δια να ηναι καταφυγιον και σκεπη απο ανεμοζαλης και απο βροχης.