1 Vinde, voltemos ao Senhor, ele feriu-nos, ele nos curará; ele causou a ferida, ele a pensará.

2 Dar-nos-á de novo a vida em dois dias; ao terceiro dia levantar-nos-á, e viveremos em sua presença.

3 Apliquemo-nos a conhecer o Senhor; sua vinda é certa como a da aurora; ele virá a nós como a chuva, como a chuva da primavera que irriga a terra.

4 Que te farei, Efraim? Que te farei, Judá? Vosso amor é como a nuvem da manhã, como o orvalho que logo se dissipa.

5 Por isso é que os castiguei pelos profetas, e os matei pelas palavras de minha boca, e meu juízo resplandece como o relâmpago,

6 porque eu quero o amor mais que os sacrifícios, e o conhecimento de Deus mais que os holocaustos.

7 Mas eles violaram vergonhosamente a aliança e traíram-me.

8 Galaad é uma cidade de malfeitores, cheia de traços de sangue;

9 os bandidos são a força dela, uma quadrilha de sacerdotes; assassinam no caminho de Siquém, porque seu proceder é criminoso.

10 Vi horrores na casa de Israel: ali cresce a prostituição de Efraim, ali se mancha Israel.

11 Apesar de tudo, Judá há de ter boa colheita, quando eu restaurar o meu povo, quando eu curar Israel.

1 Ελθετε και ας επιστρεψωμεν προς τον Κυριον· διοτι αυτος διεσπαραξε, και θελει μας ιατρευσει· επαταξε, και θελει περιδεσει την πληγην ημων.

2 Θελει αναζωοποησει ημας μετα δυο ημερας· εν τη τριτη ημερα θελει μας αναστησει, και θελομεν ζη ενωπιον αυτου.

3 Τοτε θελομεν γνωρισει και θελομεν εξακολουθει να γνωριζωμεν τον Κυριον· η εξοδος αυτου ειναι προδιατεταγμενη ως η αυγη· και θελει ελθει προς ημας ως υετος, ως βροχη οψιμος και πρωιμος επι την γην.

4 Τι να καμω εις σε, Εφραιμ; τι να καμω εις σε, Ιουδα; διοτι η καλωσυνη σας ειναι ως νεφελη πρωινη και ως δροσος εωθινη ητις παρερχεται.

5 Δια τουτο κατεκοψα αυτους δια των προφητων· εφονευσα αυτους δια των λογων του στοματος μου· και αι κρισεις σου θελουσιν εξελθει ως φως.

6 Διοτι ελεος θελω και ουχι θυσιαν· και επιγνωσιν Θεου μαλλον παρα ολοκαυτωματα.

7 Αυτοι ομως ως ο Αδαμ παρεβησαν την διαθηκην· εν τουτω εφερθησαν απιστως προς εμε.

8 Η Γαλααδ ειναι πολις εργαζομενων ανομιαν, ενεδρευουσα αιμα.

9 Και ως στιφη ληστων παραμονευοντα ανθρωπον, ουτως ο συλλογος των ιερεων φονευουσιν εν τη οδω μεχρι Συχεμ· διοτι επραξαν αισχρα.

10 Εν τω οικω Ισραηλ ειδον φρικην· εκει ειναι η πορνεια του Εφραιμ· ο Ισραηλ εμιανθη.

11 Και δια σε, Ιουδα, διωρισθη θερισμος, οταν εγω επιστρεψω την αιχμαλωσιαν του λαου μου.