1 Fui consultado dos que não perguntavam por mim; fui achado dos que me não buscavam. Eu disse a uma nação que não se chamava do meu nome: Eis-me aqui, eis-me aqui.

2 Estendi as minhas mãos o dia todo a um povo rebelde, que anda por um caminho que não é bom, após os seus pensamentos;

3 ao povo que de contínuo me provoca diante da minha face, sacrificando nos jardins e queimando incenso sobre os tijolos;

4 que se assenta nos sepulcros e passa a noite em lugares secretos, que come carne de porco, e em cujos vasos acha-se caldo de coisas abomináveis;

5 que diz: Fica-te lá, não te chegues a mim, porque sou mais santo do que tu. Estes são um fumo no meu nariz, um fogo que arde o dia todo.

6 Eis que isso está escrito diante de mim; não me calarei, mas retribuirei (sim retribuirei no seio deles),

7 as vossas iniqüidades, e juntamente as iniqüidades de vossos pais, diz Jeová, os quais queimaram incenso sobre os montes, e me blasfemaram sobre os outeiros: portanto primeiro lhes medirei a recompensa no seu seio.

8 Assim diz Jeová: Como quando se acha o mosto num cacho de uvas, e se diz: Não o desperdices, porque nele há uma bênção; assim farei por amor do meu servo, de sorte que eu não os destrua a todos.

9 Farei sair de Jacó uma semente, e de Judá um herdeiro dos meus montes; os meus escolhidos herdarão a terra, e os meus servos nela habitarão.

10 Sarom servirá de curral de rebanhos, e o vale de Acor de um lugar onde se deitam os gados, para os do meu povo que me buscaram.

11 Mas quanto a vós que deixais a Jeová, que vos esqueceis do meu santo monte, que preparais uma mesa para a Fortuna, e que misturais bebidas para o Destino;

12 destinar-vos-ei à espada, e todos vós vos prostrareis diante da matança; porque quando chamei, não respondestes; quando falei, não ouvistes, mas fizestes o que era mau aos meus olhos, e escolheste aquilo em que eu não tinha prazer.

13 Portanto assim diz o Senhor Jeová: Eis que os meus servos comerão, mas vós tereis fome; os meus servos beberão, mas vós tereis sede; os meus servos se regozijarão, mas vós sereis envergonhados;

14 os meus servos exultarão pela alegria de coração, mas vós chorareis pela tristeza de coração, e uivareis pela vexação de espírito.

15 Deixareis o vosso nome para maldição aos meus escolhidos, e o Senhor Jeová te matará; aos seus servos chamarás por outro nome;

16 de modo que o que se abençoar sobre a terra, se abençoará no Deus de verdade; e o que jurar sobre a terra, jurará pelo Deus de verdade; porque já estão esquecidas as angústias passadas, e porque estão escondidas dos meus olhos.

17 Pois eis que crio uns céus novos e uma terra nova; e não persistirão na memória as coisas passadas, nem serão elas lembradas.

18 Mas alegrai-vos e regozijai-vos para sempre no que eu crio, porque crio a Jerusalém para exultação e ao seu povo para gozo.

19 Exultarei em Jerusalém, e folgarei no meu povo; não se ouvirá mais nela voz de choro nem voz de lamento.

20 Não haverá mais ali criança de dias, nem velho que não tenha enchido os seus dias; porque o menino morrerá de cem anos, e o pecador de cem anos será amaldiçoado.

21 Eles edificarão casas e nelas habitarão; plantarão vinhas, e comerão o fruto delas.

22 Não edificarão para que outrem habite; não plantarão para que outrem coma. Pois como os dias da árvore são os dias do meu povo, e os meus escolhidos gozarão por longo tempo das obras das suas mãos.

23 Não trabalharão debalde, nem gerarão filhos para calamidade; porque são a semente dos benditos de Jeová, juntamente com os seus descendentes.

24 Acontecerá que, antes de clamarem eles, eu responderei; e estando eles ainda falando, eu os ouvirei.

25 O lobo e o cordeiro se apascentarão juntos, e o leão comerá palha como o boi; o pó será a comida da serpente. Eles não farão o mal, nem destruirão em todo o meu santo monte, diz Jeová.

1 Εζητηθην παρα των μη ερωτωντων περι εμου· ευρεθην παρα των ζητουντων με· ειπα, Ιδου, εγω, ιδου, εγω, προς εθνος μη καλουμενον με το ονομα μου.

2 Εξηπλωσα τας χειρας μου ολην την ημεραν προς λαον απειθη, περιπατουντα εν οδω ουχι καλη, οπισω των διαβουλιων αυτων,

3 λαον παροξυνοντα με παντοτε κατα προσωπον μου, θυσιαζοντα εν κηποις και θυμιαζοντα επι πλινθων,

4 μενοντα εν τοις μνημασι και διανυκτερευοντα εν αποκρυφοις, τρωγοντα χοιρειον κρεας και εν τοις αγγειοις αυτου εχοντα ζωμον ακαθαρτων πραγματων,

5 λεγοντα, Μακραν απ' εμου, μη με εγγισης, διοτι ειμαι αγιωτερος σου. Ουτοι ειναι καπνος εις τους μυκτηρας μου, πυρ καιομενον ολην την ημεραν.

6 Ιδου, γεγραμμενον ειναι ενωπιον μου, δεν θελω σιωπησει αλλα θελω ανταποδωσει, ναι, θελω ανταποδωσει εις τους κολπους αυτων

7 τας ανομιας σας και τας ανομιας των πατερων σας ομου, λεγει Κυριος, οιτινες εθυμιασαν επι των ορεων και με εβλασφημησαν επι των λοφων· δια τουτο θελω αντιπληρωσει εις τους κολπους αυτων τα απ' αρχης εργα αυτων.

8 Ουτω λεγει Κυριος· Καθως οταν ευρισκηται γλευκος εν τη σταφυλη, λεγουσι, Μη φθειρης αυτο, διοτι ειναι ευλογια εν αυτω· ουτω θελω καμει ενεκεν των δουλων μου, δια να μη εξολοθρευσω παντας.

9 Και θελω εξαξει σπερμα εξ Ιακωβ και κληρονομον των ορεων μου εξ Ιουδα· και οι εκλεκτοι μου θελουσι κληρονομησει αυτα και οι δουλοι μου θελουσι κατοικησει εκει.

10 Και ο Σαρων θελει εισθαι μανδρα των ποιμνιων και η κοιλας του Αχωρ τοπος εις αναπαυσιν των βουκολιων, δια τον λαον μου τον εκζητουντα με.

11 Εσας ομως, τους εγκαταλειποντας τον Κυριον, τους λησμονουντας το αγιον μου ορος, τους ετοιμαζοντας τραπεζαν εις τον Γαδην και τους καμνοντας σπονδην εις τον Μενι,

12 θελω σας αριθμησει δια την μαχαιραν και παντες θελετε κυψει εις την σφαγην· διοτι εκαλουν και δεν απεκρινεσθε· ελαλουν και δεν ηκουετε· αλλ' επραττετε το κακον ενωπιον μου και εξελεγετε το μη αρεστον εις εμε.

13 Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, οι δουλοι μου θελουσι φαγει, σεις δε θελετε πεινασει· ιδου, οι δουλοι μου θελουσι πιει, σεις δε θελετε διψησει· ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν ευφρανθη, σεις δε θελετε αισχυνθη·

14 ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν αλαλαζει εν ευθυμια, σεις δε θελετε βοα εν πονω καρδιας και ολολυζει υπο καταθλιψεως πνευματος.

15 Και θελετε αφησει το ονομα σας εις τους εκλεκτους μου δια καταραν· διοτι Κυριος ο Θεος θελει σε θανατωσει και με αλλο ονομα θελει ονομασει τους δουλους αυτου,

16 δια να μακαριζη εαυτον εις τον Θεον της αληθειας ο μακαριζων εαυτον επι της γης· και να ομνυη εις τον Θεον της αληθειας ο ομνυων επι της γης· διοτι αι προτεραι θλιψεις ελησμονηθησαν και διοτι εκρυφθησαν απο των οφθαλμων μου.

17 Επειδη ιδου, νεους ουρανους κτιζω και νεαν γην· και δεν θελει εισθαι μνημη των προτερων ουδε θελουσιν ελθει εις τον νουν.

18 Αλλ' ευφραινεσθε και χαιρετε παντοτε εις εκεινο το οποιον κτιζω· διοτι, ιδου, κτιζω την Ιερουσαλημ αγαλλιαμα και τον λαον αυτης ευφροσυνην.

19 Και θελω αγαλλεσθαι εις την Ιερουσαλημ και ευφραινεσθαι εις τον λαον μου· και δεν θελει ακουσθη πλεον εν αυτη φωνη κλαυθμου και φωνη κραυγης.

20 Δεν θελει εισθαι πλεον εκει βρεφος ολιγοημερον και γερων οστις δεν επληρωσε τας ημερας αυτου· διοτι το παιδιον θελει αποθνησκει εκατον ετων, ο δε εκατον ετων αμαρτωλος θελει εισθαι επικαταρατος.

21 Και θελουσιν οικοδομησει οικιας και κατοικησει, και θελουσι φυτευσει αμπελωνας και φαγει τον καρπον αυτων.

22 δεν θελουσι κτισει αυτοι και αλλος να κατοικηση· δεν θελουσι φυτευσει αυτοι και αλλος να φαγη· διοτι αι ημεραι του λαου μου ειναι ως αι ημεραι του δενδρου και οι εκλεκτοι μου θελουσι παλαιωσει το εργον των χειρων αυτων.

23 Δεν θελουσι κοπιαζει εις ματην ουδε θελουσι τεκνοποιει δια καταστροφην· διοτι ειναι σπερμα των ευλογημενων του Κυριου και οι εκγονοι αυτων μετ' αυτων.

24 Και πριν αυτοι κραξωσιν, εγω θελω αποκρινεσθαι· και ενω αυτοι λαλουσιν, εγω θελω ακουει.

25 Ο λυκος και το αρνιον θελουσι βοσκεσθαι ομου, και ο λεων θελει τρωγει αχυρον ως ο βους· αρτος δε του οφεως θελει εισθαι το χωμα· εν ολω τω αγιω μου ορει δεν θελουσι καμνει ζημιαν ουδε φθοραν, λεγει Κυριος.