1 Desce e assenta-te no pó, virgem filha de Babilônia; assenta-te no chão sem trono, filha dos caldeus. Pois não serás chamada mais mimosa e delicada.

2 Toma a mó, e moe a farinha; tira o teu véu e arranca a cauda da vestidura, descobre as pernas, e passa os rios.

3 A tua nudez será descoberta, ver-se-á a tua vergonha; tomarei vingança, e não pouparei a homem algum.

4 Quanto ao nosso redentor, Jeová dos exércitos é o seu nome, o Santo de Israel.

5 Senta-te calada, e entra nas trevas, filha dos caldeus; porque não serás chamada mais a senhora dos reinos.

6 Eu me agastei contra o meu povo, profanei a minha herança, e entreguei-os nas tuas mãos; tu não usaste de misericórdia com eles, sobre os velhos fizeste muito pesado o teu jugo.

7 Disseste: Eu serei senhora para sempre; assim não te importaste destas coisas, nem te lembraste do fim delas.

8 Agora, pois, ouve isto, tu a que estás entregue a prazeres, que habitas descuidada, e que dizes no teu coração: Eu sou, e fora de mim não há outra; não me sentarei como viúva, nem conhecerei a perda de filhos.

9 Porém num momento, num só dia, virão sobre ti ambos estes males, a perda de filhos e a viuvez-em toda a sua plenitude virão sobre ti apesar da multidão das tuas feitiçarias, e da grande abundância dos teus encantamentos.

10 Pois confiaste na tua maldade; disseste: Ninguém me vê. A tua sabedoria e a tua ciência, essas te perverteram. Disseste no teu coração: Eu sou, e fora de mim não há outra.

11 Por isso virá sobre ti o mal de que por encantamentos não saberás livrar-te, cairá sobre ti uma calamidade, que não poderás espiar, e virá sobre ti repentinamente uma desolação que ignorarás.

12 Deixa-te estar com os teus encantamentos e com a multidão das tuas feitiçarias, em que tens trabalhado desde a tua mocidade, para ver se acaso podes tirar algum proveito, se acaso podes prevalecer.

13 Tens-te cansado na multidão dos teus conselhos; apresentem-se, pois, e te salvem, os teus astrólogos, os que contemplam os astros, os que te anunciam de lua nova em lua nova o que há de vir sobre ti.

14 Eis que se tornarão como o restolho; o fogo os queimará, e eles não se poderão livrar do poder das chamas. Essas chamas não serão umas brasas a que se aquentem, nem fogo, para que diante dele se assentem.

15 Assim te virão a parar as coisas em que tens trabalhado; os que tiveram negócios contigo desde a tua mocidade andarão errantes, cada um para o seu lugar; não haverá quem te salve.

1 Καταβα και καθησον επι του χωματος, παρθενε θυγατηρ της Βαβυλωνος· καθησον κατα γης· θρονος πλεον δεν ειναι, θυγατηρ των Χαλδαιων· διοτι δεν θελεις πλεον ονομασθη απαλη και τρυφερα.

2 Πιασον τον χειρομυλον και αλεθε αλευρον· εκκαλυψον τους πλοκαμους σου, γυμνωσον τους ποδας, εκκαλυψον τας κνημας, περασον τους ποταμους.

3 Η γυμνωσις σου θελει εκκαλυφθη· ναι, η αισχυνη σου θελει φανη· εκδικησιν θελω λαβει και δεν θελω φεισθη ανθρωπον.

4 Του Λυτρωτου ημων το ονομα ειναι, Ο Κυριος των δυναμεων, ο Αγιος του Ισραηλ.

5 Καθησον σιωπωσα και εισελθε εις το σκοτος, θυγατηρ των Χαλδαιων· διοτι δεν θελεις πλεον ονομαζεσθαι, Η κυρια των βασιλειων.

6 Ωργισθην κατα του λαου μου, εμιανα την κληρονομιαν μου και παρεδωκα αυτους εις την χειρα σου· πλην συ δεν εδειξας εις αυτους ελεος· σφοδρα εβαρυνας τον ζυγον σου επι τον γεροντα.

7 Και ειπας, εις τον αιωνα θελω εισθαι κυρια· ωστε δεν εβαλες ταυτα εν τη καρδια σου ουδε ενεθυμηθης τα εσχατα αυτων.

8 Τωρα λοιπον ακουσον τουτο, η παραδεδομενη εις τας τρυφας, η κατοικουσα αμεριμνως, η λεγουσα εν τη καρδια σου, Εγω ειμαι και εκτος εμου ουδεμια αλλη· δεν θελω καθησει χηρα και δεν θελω γνωρισει ατεκνωσιν.

9 Τα δυο ταυτα θελουσι βεβαιως ελθει επι σε εξαιφνης εν μια ημερα, ατεκνωσις και χηρεια· θελουσιν ελθει επι σε καθ' ολοκληριαν δια το πληθος των μαγειων σου, δια την μεγαλην αφθονιαν των γοητευματων σου·

10 διοτι εθαρρευθης επι την πονηριαν σου και ειπας, δεν με βλεπει ουδεις. Η σοφια σου και η επιστημη σου σε απεπλανησαν· και ειπας εν τη καρδια σου, Εγω ειμαι και εκτος εμου ουδεμια αλλη.

11 Δια τουτο θελει ελθει κακον επι σε, χωρις να εξευρης ποθεν γενναται· και συμφορα θελει πεσει κατα σου, χωρις να δυνασαι να αποστρεψης αυτην· και ολεθρος θελει ελθει, αιφνιδιως επι σε, χωρις να εξευρης.

12 Στηθι τωρα με τας γοητειας σου και με το πληθος των μαγειων σου, εις τας οποιας ηγωνισθης εκ νεοτητος σου· αν δυνασαι να ωφεληθης, αν δυνασαι να υπερισχυσης.

13 Απεκαμες εν τω πληθει των βουλων σου. Ας σηκωθωσι τωρα οι ουρανοσκοποι, οι αστρολογοι, οι μηνολογοι προγνωστικοι, και ας σε σωσωσιν εκ των επερχομενων επι σε.

14 Ιδου, θελουσιν εισθαι ως αχυρον· πυρ θελει κατακαυσει αυτους· δεν θελουσι δυνηθη να σωσωσιν εαυτους απο της δυναμεως της φλογος· δεν θελει μεινει ανθραξ δια να θερμανθη τις ουδε πυρ δια να καθηση εμπροσθεν αυτου.

15 Τοιουτοι θελουσιν εισθαι εις σε εκεινοι, μετα των οποιων εκ νεοτητος σου εκοπιασας, οι εμποροι σου· θελουσι φυγει περιπλανωμενοι εκαστος εις το μερος αυτου· ουδεις θελει σε σωσει.