1 Assim diz Jeová: O céu é o meu trono, e a terra é o escabelo dos meus pés. Que casa é essa que me haveis de edificar? e em que lugar será o meu descanso?
2 A minha mão fez todas estas coisas, e assim vieram a ser todas elas, diz Jeová; mas para esse homem olharei, isto é, para aquele que é pobre, e de um espírito contrito e que treme da minha palavra.
3 Quem mata um boi, é como o que tira a vida a um homem; quem sacrifica um cordeiro como o que quebra o pescoço a um cão; quem oferece uma oblação, como o que oferece sangue de porco; quem queima incenso, como o que bendiz a um ídolo. Eles fizeram escolha dos seus caminhos, e a sua alma se deleita nas suas abominações.
4 Também eu escolherei os seus infortúnios, e trarei sobre eles o que eles temem; porque quando chamei, ninguém respondeu; quando falei, eles não ouviram, mas fizeram o que era mau aos meus olhos, e escolheram aquilo em que eu não tinha prazer.
5 Ouvi a palavra de Jeová, os que tremeis da sua palavra. Vossos irmãos que vos odeiam, e vos rejeitam por causa do meu nome, disseram: Seja glorificado Jeová, para que vejamos o vosso gozo; eles, porém, serão envergonhados.
6 Uma voz do tumulto, vinda da cidade, uma voz vinda do templo, uma voz de Jeová que dá o pago aos seus inimigos.
7 Antes que ela estivesse de parto, deu à luz; antes que lhe viessem as dores, nasceu-lhe um filho varão.
8 Quem jamais ouviu tal coisa? quem viu coisas semelhantes? Acaso nascerá a terra num só dia? acaso será uma nação dada à luz de uma só vez? Pois logo que Sião esteve de parto, deu à luz seus filhos.
9 Acaso farei eu abrir a madre, e não farei nascer? diz Jeová; acaso eu que faço nascer, fecharei a madre? diz o teu Deus.
10 Regozijai-vos com Jerusalém, e alegrai-vos por causa dela, todos vós os que a amais; regozijai-vos com ela de alegria, todos vós os que chorais sobre ela; para que mameis, e vos farteis dos peitos das suas consolações;
11 para que chupeis, e vos deleiteis com a abundância da sua glória.
12 Pois assim diz Jeová: Eis que eu estenderei sobre ela a paz como um rio, e a glória das nações como uma torrente que trasborda, e delas chupareis; nos braços sereis levados, e sobre os joelhos sereis acariciados.
13 Como quem recebe de sua mãe conforto, assim eu vos confortarei, e em Jerusalém sereis confortados.
14 Vós o vereis, e o vosso coração se regozijará, e os vossos ossos como a relva verde florescerão; conhecer-se-á a mão de Jeová a favor dos seus servos, e ele se indignará contra os seus inimigos.
15 Pois eis que virá Jeová com fogo, e os seus carros serão como o torvelinho, para retribuir a sua ira com furor, e a sua repreensão com labaredas de fogo.
16 Pois com o fogo e com a sua espada entrará Jeová em juízo com toda a carne; e serão muitos os que ficarão mortos por Jeová.
17 Os que se santificam e se purificam para entrarem nos jardins após a deusa que está no meio, os que comem de carne de porco, e da abominação, e do rato, todos eles serão consumidos, diz Jeová.
18 Pois eu conheço as suas obras e os seus pensamentos; vem o dia em que ajuntarei todas as nações e línguas; elas comparecerão e verão a minha glória.
19 Porei nela um sinal, e os que dentre eles escaparem, eu os enviarei às nações, a Társis, Pul e Lude, cujos povos atiram com setas, a Tubal e Javã, às ilhas remotas, que não ouviram a minha fama, nem viram a minha glória; eles anunciarão entre as nações a minha glória.
20 A todos os vossos irmãos, tirados dentre todas as nações, eles os trarão como uma oferta para Jeová; sobre cavalos, em carros, e em liteiras, e sobre mulas, e sobre dromedários, os trarão ao meu santo monte, a Jerusalém, diz Jeová, como os filhos de Israel trazem a sua oferta num vaso limpo à casa de Jeová.
21 Deles também tomarei alguns para sacerdotes e para levitas, diz Jeová.
22 Pois como diante de mim durarão os céus novos, e a terra nova, que hei de fazer, assim durará a vossa posteridade e o vosso nome.
23 Desde uma lua nova até outra, e desde um sábado até outro, virá toda a carne a adorar perante mim, diz Jeová.
24 Eles sairão, e verão os cadáveres dos homens que transgrediram contra mim. Pois o seu verme não morrerá, nem o seu fogo se apagará, e eles serão uma abominação para toda a carne.
1 Ουτω λεγει Κυριος· Ο ουρανος ειναι θρονος μου και η γη υποποδιον των ποδων μου· ποιος ειναι ο οικος, τον οποιον ηθελετε οικοδομησει δι' εμε; και ποιος ειναι ο τοπος της αναπαυσεως μου;
2 Διοτι η χειρ μου εκαμε παντα ταυτα και εγειναν παντα ταυτα, λεγει Κυριος· εις τινα λοιπον θελω επιβλεψει; εις τον πτωχον και συντετριμμενον το πνευμα και τρεμοντα τον λογον μου.
3 Οστις δε σφαζει βουν, ειναι ως ο φονευων ανθρωπον· οστις θυσιαζει αρνιον, ως ο κοπτων κυνος λαιμον· οστις προσφερει προσφοραν εξ αλφιτων, ως προσφερων αιμα χοιρειον· οστις θυσιαζει, ως ο ευλογων ειδωλον. Ναι, αυτοι εξελεξαν τας οδους αυτων, και η ψυχη αυτων ηδυνεται εις τα βδελυγματα αυτων.
4 Και εγω λοιπον θελω εκλεξει τα εις αυτους ολεθρια και θελω φερει επ' αυτους οσα φοβουνται· διοτι εκαλουν και ουδεις απεκρινετο· ελαλουν και δεν ηκουον· αλλ' επραττον το κακον ενωπιον μου και εξελεγον το μη αρεστον εις εμε.
5 Ακουσατε τον λογον του Κυριου, σεις οι τρεμοντες τον λογον αυτου· οι αδελφοι σας, οιτινες σας μισουσι και σας αποβαλλουσιν ενεκεν του ονοματος μου, ειπαν, Ας δοξασθη ο Κυριος· πλην αυτος θελει φανη εις χαραν σας, εκεινοι δε θελουσι καταισχυνθη.
6 Φωνη κραυγης ερχεται εκ της πολεως, φωνη εκ του ναου, φωνη του Κυριου, οστις καμνει ανταποδοσιν εις τους εχθρους αυτου.
7 Πριν κοιλοπονηση, εγεννησε· πριν ελθωσιν οι πονοι αυτης, ηλευθερωθη και εγεννησεν αρσενικον.
8 Τις ηκουσε τοιουτον πραγμα; τις ειδε τοιαυτα; ηθελε γεννησει η γη εν μια ημερα; η εθνος ηθελε γεννηθη ενταυτω αλλ' η Σιων αμα εκοιλοπονησεν, εγεννησε τα τεκνα αυτης.
9 Εγω, ο φερων εις την γενναν, δεν ηθελον καμει να γεννηση; λεγει Κυριος· εγω, ο καμνων να γεννωσιν, ηθελον κλεισει την μητραν; λεγει ο Θεος σου.
10 Ευφρανθητε μετα της Ιερουσαλημ και αγαλλεσθε μετ' αυτης, παντες οι αγαπωντες αυτην· χαρητε χαραν μετ' αυτης, παντες οι πενθουντες δι' αυτην·
11 δια να θηλασητε και να χορτασθητε απο των μαστων των παρηγοριων αυτης· δια να εκθηλασητε και να εντρυφησητε εις την αφθονιαν της δοξης αυτης.
12 διοτι ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, εις αυτην θελω στρεψει την ειρηνην ως ποταμον, και την δοξαν των εθνων ως χειμαρρον πλημμυρουντα· τοτε θελετε θηλασει, θελετε βασταχθη επι των πλευρων και κολακευθη επι των γονατων αυτης.
13 Ως παιδιον, το οποιον παρηγορει η μητηρ αυτου, ουτως εγω θελω σας παρηγορησει· και θελετε παρηγορηθη εν τη Ιερουσαλημ.
14 Και θελετε ιδει, και η καρδια σας θελει ευφρανθη και τα οστα σας θελουσιν ανθησει ως χορτος· και η χειρ του Κυριου θελει γνωρισθη προς τους δουλους αυτου, η δε οργη προς τους εχθρους αυτου.
15 Διοτι, ιδου, ο Κυριος θελει ελθει εν πυρι, και αι αμαξαι αυτου θελουσιν εισθαι ως ανεμοστροβιλος, δια να αποδωση την οργην αυτου με ορμην και την επιτιμησιν αυτου με φλογας πυρος.
16 Διοτι εν πυρι Κυριου και εν τη μαχαιρα αυτου θελει κριθη πασα σαρξ, και οι πεφονευμενοι του Κυριου θελουσιν εισθαι πολλοι.
17 Οι αγιαζομενοι και καθαριζομενοι εν τοις κηποις ο εις κατοπιν του αλλου αναφανδον, τρωγοντες χοιρειον κρεας και τα βδελυγματα και τον ποντικον, ουτοι θελουσι καταναλωθη ομου, λεγει Κυριος.
18 Διοτι εγω εξευρω τα εργα αυτων και τους διαλογισμους αυτων· και ερχομαι δια να συναξω παντα τα εθνη και τας γλωσσας· και θελουσιν ελθει και ιδει την δοξαν μου.
19 Και θελω στησει σημειον μεταξυ αυτων· και τους σεσωσμενους εξ αυτων θελω εξαποστειλει εις τα εθνη, εις Θαρσεις, Φουλ και Λουδ, οιτινες συρουσι τοξον, εις Θουβαλ και Ιαυαν, εις τας νησους τας μακραν, οιτινες δεν ηκουσαν την φημην μου ουδε ειδον την δοξαν μου· και θελουσι κηρυξει την δοξαν μου μεταξυ των εθνων.
20 Και θελουσι φερει παντας τους αδελφους σας εκ παντων των εθνων προσφοραν εις τον Κυριον, επι ιππων και επι αμαξων και επι φορειων και επι ημιονων και επι ταχυδρομων ζωων, προς το αγιον μου ορος, την Ιερουσαλημ, λεγει Κυριος, καθως τα τεκνα του Ισραηλ φερουσι την εξ αλφιτων προσφοραν εν καθαρω αγγειω προς τον οικον του Κυριου.
21 Και προσετι θελω λαβει εξ αυτων ιερεις και Λευιτας, λεγει Κυριος.
22 Διοτι ως οι νεοι ουρανοι και η νεα γη, τα οποια εγω θελω καμει, θελουσι διαμενει ενωπιον μου, λεγει Κυριος, ουτω θελει διαμενει το σπερμα σας και το ονομα σας.
23 Και απο νεας σεληνης εως αλλης και απο σαββατου εως αλλου θελει ερχεσθαι πασα σαρξ δια να προσκυνη ενωπιον μου, λεγει Κυριος.
24 Και θελουσιν εξελθει και ιδει τα κωλα των ανθρωπων, οιτινες εσταθησαν παραβαται εναντιον μου· διοτι ο σκωληξ αυτων δεν θελει τελευτησει και το πυρ αυτων δεν θελει σβεσθη· και θελουσιν εισθαι βδελυγμα εις πασαν σαρκα.