1 Jeová, tu és o meu Deus; exaltar-te-ei e louvarei o teu nome; porque em fidelidade e verdade tens feito maravilhas, isto é, os teus antigos conselhos.
2 Pois da cidade fizeste um montão de pedras; da cidade fortificada uma ruína; do paço dos estranhos, que não seja mais cidade, e que jamais seja reedificada.
3 Por isso te glorificarão povos ferozes, e te temerão cidades de nações formidáveis.
4 Porque te hás tornado fortaleza para o pobre, fortaleza para o necessitado na sua angústia, refúgio contra a tempestade, sombra contra o calor, quando o assopro dos violentos é como uma tempestade contra um muro.
5 Como o calor em terra sedenta abaterás o tumulto de estrangeiros; como o calor proveniente da sombra de nuvens, o cântico dos violentos será humilhado.
6 Jeová do exércitos fará neste monte para todos os povos um banquete de coisas gordurosas, banquete de vinhos com fezes, de coisas gordurosas e ricas em tutano, de vinhos com fezes, depois de bem coados.
7 Aniquilará neste monte a coberta que cobre todos os povos, e o véu que está posto sobre todas as nações.
8 Aniquilará a morte para sempre; enxugará Deus as lágrimas de todos os rostos; e tirará de cima da terra todo o opróbrio do seu povo. Pois Jeová o disse.
9 Dir-se-á naquele dia: Eis que este é o nosso Deus; por ele temos esperado, e ele nos salvará. Este é Jeová, por ele temos esperado, exultaremos e nos regozijaremos na salvação que ele der.
10 Pois neste monte repousará a mão de Jeová, e Moabe será trilhado no seu lugar, assim como se trilha a palha na água do monturo.
11 Estenderá as suas mãos no meio deles, assim como as estende o nadador para nadar, e abater-lhe-á sua altivez juntamente com as ciladas das suas mãos.
12 As fortificações das tuas altas muralhas, ele as demolirá, abaterá, e fará dar em terra, reduzindo-as a pó.
1 Κυριε, συ εισαι ο Θεος μου· θελω σε υψονει, θελω υμνει το ονομα σου· διοτι εκαμες θαυμασια· αι απ' αρχης βουλαι σου ειναι πιστις και αληθεια.
2 Διοτι συ κατεστησας πολιν σωρον· πολιν ωχυρωμενην, ερειπιον· τα οχυρωματα των αλλογενων, ωστε να μη ηναι πολις· ουδεποτε θελουσιν ανοικοδομηθη.
3 Δια τουτο ο ισχυρος λαος θελει σε δοξασει, η πολις των τρομερων εθνων θελει σε φοβηθη.
4 Διοτι εσταθης δυναμις εις τον πτωχον, δυναμις του ενδεους εν τη στενοχωρια αυτου, καταφυγιον εναντιον της ανεμοζαλης, σκια εναντιον του καυσωνος, οταν το φυσημα των τρομερων προσβαλη ως ανεμοζαλη κατα τοιχου.
5 Θελεις καταπαυσει τον θορυβον των αλλογενων, ως τον καυσωνα εν ξηρω τοπω, τον καυσωνα δια της σκιας του νεφους· ο θριαμβος των τρομερων θελει ταπεινωθη.
6 Και επι του ορους τουτου ο Κυριος των δυναμεων θελει καμει εις παντας τους λαους ευωχιαν απο παχεων, ευωχιαν απο οινων εν τη τρυγια αυτων, απο παχεων μεστων μυελου, απο οινων κεκαθαρισμενων επι της τρυγιας.
7 Και εν τω ορει τουτω θελει αφανισει το προσωπον του περικαλυμματος του περικαλυπτοντος παντας τους λαους και το καλυμμα το καλυπτον επι παντα τα εθνη.
8 Θελει καταπιει τον θανατον εν νικη· και Κυριος ο Θεος θελει σπογγισει τα δακρυα απο παντων των προσωπων· και θελει εξαλειψει το ονειδος του λαου αυτου απο πασης της γης· διοτι ο Κυριος ελαλησε.
9 Και εν εκεινη τη ημερα θελουσιν ειπει, Ιδου, ουτος ειναι ο Θεος ημων· περιεμειναμεν αυτον και θελει σωσει ημας· ουτος ειναι ο Κυριος· περιεμειναμεν αυτον· θελομεν χαρη και ευφρανθη εν τη σωτηρια αυτου.
10 Διοτι εν τω ορει τουτω η χειρ του Κυριου θελει αναπαυθη, και ο Μωαβ θελει καταπατηθη υποκατω αυτου, καθως καταπατειται το αχυρον δια τον κοπρωνα.
11 Και θελει εξαπλωσει τας χειρας αυτου εν τω μεσω αυτων, καθως ο κολυμβων εξαπλονει τας χειρας αυτου δια να κολυμβηση· και θελει ταπεινωσει την υπερηφανιαν αυτων μετα των πανουργευματων των χειρων αυτων.
12 Και τα υψηλα οχυρωματα των τειχων σου θελουσι ταπεινωθη, κρημνισθη, κατεδαφισθη εως εδαφους.