1 A palavra que veio da parte de Jeová a Jeremias, dizendo:
2 Levanta-te, desce à casa do oleiro e lá te farei ouvir as minhas palavras.
3 Desci, pois, à casa do oleiro, e eis que ele estava ocupado com a sua obra sobre as rodas.
4 Quando se estragou nas suas mãos o vaso que o oleiro fazia de barro, tornou a fazer dele outro vaso, conforme pareceu bem aos seus olhos.
5 Então veio a mim a palavra de Jeová, dizendo:
6 Acaso não poderei fazer de vós, casa de Israel, como este oleiro? diz Jeová. Eis que, como o barro na mão do oleiro, assim sois vós na minha mão, ó casa de Israel.
7 No momento em que falar acerca duma nação, e acerca de um reino, para arrancar e para derrubar e para destruir;
8 se aquela nação, acerca da qual falei, se converter do seu mal, arrepender-me-ei do mal que intentei fazer-lhe.
9 No momento em que falar acerca duma nação, e acerca dum reino, para edificar e para plantar;
10 se fizer o mal diante dos meus olhos, não escutando a minha voz, arrepender-me-ei do bem, que disse-lhe faria.
11 Fala agora aos homens de Judá e aos habitantes de Jerusalém: Assim diz Jeová: Eis que vou forjar mal contra vós, e formar um projeto contra vós; convertei-vos, pois, cada um do seu mau caminho, e emendai os vossos caminhos e os vossos feitos.
12 Mas eles dizem: Não há esperança; porque havemos de andar após os nossos projetos, e havemos de fazer cada um conforme a obstinação do seu mau coração.
13 Portanto assim diz Jeová: Perguntai entre as nações: Quem ouviu tais coisas? a virgem de Israel fez uma coisa sobremaneira horrenda.
14 Acaso faltará da pedra do campo a neve do Líbano? serão esgotadas as águas frias que vêm de longe?
15 Pois o meu povo se esqueceu de mim, queimando incenso à vaidade, que os fez tropeçar nos seus caminhos, nas antigas veredas, para andarem por atalhos, por um caminho não feito:
16 e para se tornar a terra deles em objeto de espanto e de perpétuos assobios. Todo o que passar por ela, ficará espantado e meneará a cabeça.
17 Como por um vento oriental os espalharei diante do inimigo; mostrar-lhes-ei as costas, e não a face, no dia da sua calamidade.
18 Então disseram: Vinde, e formemos projetos contra Jeremias; porque do sacerdote não perecerá a lei, nem do sábio o conselho, nem do profeta a palavra. Vinde, e firamo-lo com a língua, e não atendamos a nenhuma das suas palavras.
19 Atende-me, Jeová, e ouve a voz dos que pleiteiam comigo.
20 Acaso se tornará mal por bem? porque cavaram uma cova para a minha alma. Lembra-te de como me apresentei diante de ti para falar a favor deles, e para apartar deles o teu furor.
21 Portanto entrega seus filhos à fome, e põe-nos no poder da espada; fiquem as suas mulheres sem filhos e viúvas, sejam os seus homens mortos de morte e os seus membros feridos à espada na peleja.
22 Seja ouvido o clamor que vem das suas casas, quando fizeres vir de repente tropas sobre eles; porque cavaram uma cova para me prenderem, e esconderam laços para os meus pés.
23 Contudo, Jeová, tu sabes todo o seu conselho contra mim para me matar; não perdoes a sua iniqüidade, nem apagues o seu pecado de diante da tua face. Mas sejam eles derrubados diante de ti; procede contra eles no tempo da tua ira.
1 Ο λογος ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,
2 Σηκωθητι και καταβηθι εις τον οικον του κεραμεως, και εκει θελω σε καμει να ακουσης τους λογους μου.
3 Τοτε κατεβην εις τον οικον του κεραμεως, και ιδου, ειργαζετο εργον επι τους τροχους.
4 Και εχαλασθη το αγγειον, το οποιον εκαμνεν εκ πηλου, εν τη χειρι του κεραμεως, και παλιν εκαμεν αυτο αλλο αγγειον, καθως ηρεσεν εις τον κεραμεα να καμη.
5 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,
6 Οικος Ισραηλ, δεν δυναμαι να καμω εις εσας, καθως ουτος ο κεραμευς; λεγει Κυριος. Ιδου, ως ο πηλος εν τη χειρι του κεραμεως, ουτω σεις, οικος Ισραηλ, εισθε εν τη χειρι μου.
7 Εν τη στιγμη, καθ' ην ηθελον λαλησει κατα εθνους η κατα βασιλειας, δια να εκριζωσω και να κατασκαψω και να καταστρεψω,
8 εαν το εθνος εκεινο, κατα του οποιου ελαλησα, επιστρεψη απο της κακιας αυτου, θελω μετανοησει περι του κακου, το οποιον εβουλευθην να καμω εις αυτο.
9 Και εν τη στιγμη, καθ' ην ηθελον λαλησει περι εθνους η περι βασιλειας, να οικοδομησω και να φυτευσω,
10 εαν καμη κακον ενωπιον μου, ωστε να μη υπακουη της φωνης μου, τοτε θελω μετανοησει περι του καλου, με το οποιον ειπα οτι θελω αγαθοποιησει αυτο.
11 Και τωρα ειπε προς τους ανδρας Ιουδα και προς τους κατοικους της Ιερουσαλημ, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, εγω ετοιμαζω κακον καθ' υμων και βουλευομαι βουλην καθ' υμων· επιστρεψατε λοιπον εκαστος απο της πονηρας οδου αυτου και διορθωσατε τας οδους υμων και τας πραξεις υμων.
12 Οι δε ειπον, Εις ματην· διοτι οπισω των διαβουλιων ημων θελομεν περιπατει και εκαστος τας ορεξεις της καρδιας αυτου της πονηρας θελομεν πραττει.
13 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος· Ερωτησατε τωρα μεταξυ των εθνων, τις ηκουσε τοιαυτα; η παρθενος του Ισραηλ εκαμε φρικτα σφοδρα.
14 Θελει τις αφησει τον χιονωδη Λιβανον δια τον βραχον της πεδιαδος; η θελουσιν εγκαταλιπει τα δροσερα εκρεοντα υδατα δια τα μακροθεν ερχομενα;
15 Αλλ' ο λαος μου ελησμονησεν εμε, εθυμιασεν εις την ματαιοτητα και προσεκοψαν εν ταις οδοις αυτων, ταις αιωνιοις τριβοις, δια να περιπατωσιν εν τριβοις οδου μη εξωμαλισμενης·
16 δια να καταστησωσι την γην αυτων ερημωσιν και χλευασμον αιωνιον· πας ο διαβαινων δι' αυτης θελει μενει εκθαμβος και σειει την κεφαλην αυτου.
17 Θελω διασκορπισει αυτους εμπροσθεν του εχθρου ως καυστικος ανεμος· θελω δειξει εις αυτους νωτα και ουχι προσωπον εν τη ημερα της συμφορας αυτων.
18 Τοτε ειπον, Ελθετε και ας συμβουλευθωμεν βουλας κατα του Ιερεμιου· διοτι νομος δεν θελει χαθη απο ιερεως ουδε βουλη απο σοφου ουδε λογος απο προφητου· ελθετε και ας παταξωμεν αυτον με την γλωσσαν και ας μη προσεξωμεν εις μηδενα των λογων αυτου.
19 Προσεξον εις εμε, Κυριε, και ακουσον την φωνην των διαφιλονεικουντων με εμε.
20 Θελει ανταποδοθη κακον αντι καλου; διοτι εσκαψαν λακκον δια την ψυχην μου. Ενθυμηθητι οτι εσταθην ενωπιον σου δια να λαλησω υπερ αυτων αγαθα, δια να αποστρεψω τον θυμον σου απ' αυτων.
21 Δια τουτο παραδος τους υιους αυτων εις την πειναν και δος αυτους εις χειρας μαχαιρας, και ας γεινωσιν αι γυναικες αυτων ατεκνοι και χηραι· και οι ανδρες αυτων ας θανατωθωσιν· οι νεανισκοι αυτων ας πεσωσι δια μαχαιρας εν τη μαχη.
22 Ας ακουσθη κραυγη εκ των οικιων αυτων, οταν φερης εξαιφνης επ' αυτους λεηλατας· διοτι εσκαψαν λακκον δια να με πιασωσι και εκρυψαν παγιδας δια τους ποδας μου.
23 Συ δε, Κυριε, γνωριζεις πασαν την κατ' εμου βουλην αυτων εις το να με θανατωσωσι· μη συγχωρησης την ανομιαν αυτων, και την αμαρτιαν αυτων μη εξαλειψης απ' εμπροσθεν σου· αλλα ας καταστραφωσιν ενωπιον σου· ενεργησον κατ' αυτων εν τω καιρω του θυμου σου.