1 Ai dos pastores que destróem e dispersam as ovelhas do meu pasto! diz Jeová.
2 Portanto assim diz Jeová, Deus de Israel, contra os pastores que apascentam o meu povo: Vós dispersastes o meu rebanho e o afugentastes, e não a visitastes. Eis que visitarei sobre vós a maldade dos vossos feitos, diz Jeová.
3 De todos os países para onde os tiver afugentado ajuntarei os que restam do meu rebanho, e os farei voltar para as suas habitações; frutificarão e se multiplicarão.
4 Levantarei sobre eles pastores que os apascentarão. Nunca mais terão medo, nem se espantarão; nem do seu número faltará nenhum, diz Jeová.
5 Eis que vêm dias, diz Jeová, em que levantarei a Davi um Renovo justo, que como rei reinará, procederá sabiamente e executará o juízo e a justiça na terra.
6 Nos seus dias será salvo Judá, e Israel habitará seguro; este é o nome de que será chamado: Jeová é a nossa justiça.
7 Portanto vêm os dias, diz Jeová, em que nunca mais dirão: Pela vida de Jeová que tirou os filhos de Israel da terra do Egito;
8 mas: Pela vida de Jeová que tirou e trouxe a linhagem da casa de Israel da terra boreal e de todos os países para onde eu os tinha arrojado; e habitarão na sua terra.
9 Acerca dos profetas. O meu coração está quebrantado dentro de mim, todos os meus ossos tremem; por causa de Jeová e por causa das suas santas palavras, estou feito como um homem bêbado e como um homem vencido do vinho.
10 Pois a terra está cheia de adúlteros. A terra chora por causa da maldição; os pastos do ermo se secam. A carreira dos adúlteros é má, e a sua força não é reta.
11 Pois tanto o profeta como o sacerdote são profanos; até na minha casa achei a sua maldade, diz Jeová.
12 Pelo que o seu caminho lhes será como lugares escorregadios nas trevas; serão impelidos e cairão nele, porque farei vir sobre eles males, o ano da sua visitação, diz Jeová.
13 Nos profetas da Samaria vi o que causa desgosto; profetizavam em nome de Baal, e faziam errar o meu povo de Israel.
14 Mas nos profetas de Jerusalém vi uma coisa horrorosa: cometem adultérios, e andam em mentiras, e fortalecem as mãos dos malfeitores, para que não se converta cada um da sua maldade. Todos eles têm-se tornado para mim como Sodoma, e os moradores de Jerusalém como Gomorra.
15 Portanto assim diz Jeová dos exércitos acerca dos profetas: Eis que os alimentarei de absinto, e lhes darei de beber água de fel; porque dos profetas de Jerusalém saiu a contaminação de toda a terra.
16 Assim diz Jeová dos exércitos: Não escuteis as palavras dos profetas que vos profetizam a vós. Enchem-vos de vãs esperanças; falam a visão do seu coração, e não segundo a boca de Jeová.
17 Dizem continuamente aos que me desprezam: Jeová falou: Vós tereis a paz; e a todo o que anda na obstinação do seu coração dizem: Não virá mal sobre vós.
18 Pois quem assistiu no concílio de Jeová, para que percebesse e ouvisse a sua palavra? quem escutou a minha palavra, e a ouviu?
19 Eis que a tempestade de Jeová, seu furor, já saiu, uma tempestade remoinhosa; descarregar-se-á sobre a cabeça dos iníquos.
20 A ira de Jeová não retrocederá, até que tenha ele executado, e até que tenha cumprido os desígnios do seu coração; nos últimos dias entendereis isso perfeitamente.
21 Eu não enviei estes profetas, contudo eles correram; eu não lhes falei, todavia profetizaram.
22 Porém se tivessem assistido no meu concílio, teriam feito o meu povo ouvir as minhas palavras, e o teriam desviado do seu mau caminho e da maldade dos seus feitos.
23 Acaso sou eu Deus de perto, diz Jeová, e não sou Deus de longe?
24 Pode alguém ocultar-se em lugares escondidos, que eu não o verei? diz Jeová. Porventura não encho eu o céu e a terra? diz Jeová.
25 Tenho ouvido o que dizem os profetas, que em meu nome profetizam mentiras, dizendo: Sonhei, sonhei.
26 Até quando se achará isto no coração dos profetas que profetizam mentiras, dos profetas do engano do seu coração?
27 Os quais fazem que o meu povo se esqueça do meu nome pelos sonhos deles que cada um conta ao seu próximo, assim como os seus pais se esqueceram do meu nome por causa de Baal.
28 O profeta que tem um sonho, conte um sonho; e o que tem a minha palavra, fale a minha palavra fielmente. Que tem a palha com o trigo? diz Jeová.
29 Acaso não é a minha palavra como fogo? diz Jeová; e como um martelo que faz as pedras em pedaços?
30 Portanto eis que eu sou contra os profetas, diz Jeová, que furtam as minhas palavras cada um ao seu próximo.
31 Eis que eu sou contra os profetas, diz Jeová, que usam as suas línguas e dizem: Ele diz.
32 Eis que eu sou contra os que profetizam sonhos mentirosos, diz Jeová, e os referem, e fazem errar o meu povo com as suas mentiras e com a sua vã jactância; eu não os enviei, nem lhes dei ordem. Nada aproveitarão eles a este povo, diz Jeová.
33 Quando te perguntar este povo, ou o profeta, ou um sacerdote: Qual é o oráculo de Jeová? então lhes responderás: Que oráculo! Arrojar-vos-ei, diz Jeová.
34 Quanto ao profeta, e ao sacerdote, e ao povo, que disser: Oráculo de Jeová, castigarei aquele homem e sua casa.
35 Assim direis, cada um ao seu próximo, e a cada um a seu irmão: Que respondeu Jeová? e: Que falou Jeová?
36 Mas nunca mais mencionareis o oráculo de Jeová, porque a cada um lhe serve de oráculo a sua própria palavra, e perverteis as palavras do Deus vivo, de Jeová dos exércitos, nosso Deus.
37 Assim dirás ao profeta: Que respondeu Jeová? e: Que falou Jeová?
38 Se, porém, disserdes: O oráculo de Jeová, portanto assim diz Jeová: Porque dizeis esta palavra: Oráculo de Jeová, e eu vos enviei a dizer: Não direis: Oráculo de Jeová;
39 portanto eis-me aqui, e certamente vos tomarei, e vos lançarei fora da minha presença a vós, e a cidade que vos dei a vós, e a vossos pais;
40 e trarei sobre vós sempiterno opróbrio, e perpétua vergonha que jamais será esquecida.
1 Ουαι εις τους ποιμενας τους φθειροντας και διασκορπιζοντας τα προβατα της βοσκης μου, λεγει Κυριος.
2 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος, ο Θεος του Ισραηλ, κατα των ποιμενων, οιτινες ποιμαινουσι τον λαον μου. Σεις διεσκορπισατε τα προβατα μου και απεδιωξατε αυτα και δεν επεσκεφθητε αυτα· ιδου, εγω θελω επισκεφθη εφ' υμας την κακιαν των εργων υμων, λεγει Κυριος.
3 Και εγω θελω συναξει το υπολοιπον των προβατων μου εκ παντων των τοπων, οπου εδιωξα αυτα, και θελω επιστρεψει αυτα παλιν εις τας βοσκας αυτων, και θελουσι καρποφορησει και πληθυνθη·
4 και θελω καταστησει ποιμενας επ' αυτα και θελουσι ποιμαινει αυτα· και δεν θελουσι φοβηθη πλεον ουδε τρομαξει ουδε εκλειψει, λεγει Κυριος.
5 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω ανεγειρει εις τον Δαβιδ βλαστον δικαιον, και βασιλευς θελει βασιλευσει και ευημερησει και εκτελεσει κρισιν και δικαιοσυνην επι της γης.
6 Εν ταις ημεραις αυτου ο Ιουδας θελει σωθη και ο Ισραηλ θελει κατοικησει εν ασφαλεια· και τουτο ειναι το ονομα αυτου, με το οποιον θελει ονομασθη, Ο Κυριος η δικαιοσυνη ημων.
7 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και δεν θελουσιν ειπει πλεον, Ζη ο Κυριος, οστις ανηγαγε τους υιους Ισραηλ εκ γης Αιγυπτου·
8 αλλα, Ζη ο Κυριος, οστις ανηγαγε και οστις εφερε το σπερμα του οικου Ισραηλ εκ της γης του βορρα και εκ παντων των τοπων, οπου ειχα διωξει αυτους· και θελουσι κατοικησει εν τη γη αυτων.
9 Ενεκεν των προφητων η καρδια μου συντριβεται εντος μου· σαλευονται παντα τα οστα μου· ειμαι ως ανθρωπος μεθυων και ως ανθρωπος συνεχομενος υπο οινου, εξ αιτιας του Κυριου και εξ αιτιας των λογων της αγιοτητος αυτου.
10 Διοτι η γη ειναι πληρης μοιχων· διοτι εξ αιτιας του ορκου πενθει η γη· εξηρανθησαν αι βοσκαι της ερημου και η οδος αυτων εγεινε πονηρα και η δυναμις αυτων αδικος.
11 Διοτι και ο προφητης και ο ιερευς εμολυνθησαν· ναι, εν τω οικω μου ευρηκα τας ασεβειας αυτων, λεγει Κυριος.
12 Δια τουτο η οδος αυτων θελει εισθαι εις αυτους ως ολισθημα εν τω σκοτει· θελουσιν ωθηθη και πεσει εν αυτη· διοτι θελω φερει κακον επ' αυτους εν τω ενιαυτω της επισκεψεως αυτων, λεγει Κυριος.
13 Ειδον μεν αφροσυνην εν τοις προφηταις της Σαμαρειας. προεφητευσαν δια του Βααλ και επλανων τον λαον μου τον Ισραηλ.
14 αλλ' εν τοις προφηταις της Ιερουσαλημ ειδον φρικην· μοιχευουσι και περιπατουσιν εν ψευδει και ενισχυουσι τας χειρας των κακουργων, ωστε ουδεις επιστρεφει απο της κακιας αυτου· παντες ουτοι ειναι εις εμε ως Σοδομα και οι κατοικοι αυτης ως Γομορρα.
15 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων κατα των προφητων· Ιδου, εγω θελω ψωμισει αυτους αψινθιον και θελω ποτισει αυτους υδωρ χολης· διοτι εκ των προφητων της Ιερουσαλημ εξηλθεν ο μολυσμος εις απαντα τον τοπον.
16 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Μη ακουετε τους λογους των προφητων των προφητευοντων εις εσας· ουτοι σας καμνουσι ματαιους· λαλουσιν ορασεις απο της καρδιας αυτων, ουχι απο στοματος Κυριου.
17 Λεγουσι παντοτε προς τους καταφρονουντας με, Ο Κυριος ειπεν, Ειρηνη θελει εισθαι εις εσας· και λεγουσι προς παντα περιπατουντα κατα τας ορεξεις της καρδιας αυτου, Δεν θελει ελθει κακον εφ' υμας·
18 διοτι τις παρεσταθη εν τη βουλη του Κυριου και ειδε και ηκουσε τον λογον αυτου; τις επροσεξεν εις τον λογον αυτου και ηκουσεν;
19 Ιδου, ανεμοστροβιλος παρα Κυριου εξηλθε με ορμην, και ανεμοστροβιλος ορμητικος θελει εξορμησει επι την κεφαλην των ασεβων.
20 Ο θυμος του Κυριου δεν θελει αποστρεψει εωσου εκτελεση και εωσου καμη τους στοχασμους της καρδιας αυτου· εν ταις εσχαταις ημεραις θελετε νοησει τουτο εντελως.
21 Δεν απεστειλα τους προφητας τουτους και αυτοι ετρεξαν· δεν ελαλησα προς αυτους και αυτοι προεφητευσαν·
22 αλλ' εαν ηθελον παρασταθη εν τη βουλη μου, τοτε ηθελον καμει τον λαον μου να ακουση τους λογους μου, και ηθελον αποστρεψει αυτους απο της πονηρας οδου αυτων και απο της κακιας των εργων αυτων.
23 Θεος εγγυθεν ειμαι εγω, λεγει Κυριος, και ουχι Θεος μακροθεν;
24 Δυναται τις να κρυφθη εν κρυφιοις τοποις και εγω να μη ιδω αυτον; λεγει Κυριος. Δεν πληρω εγω τον ουρανον και την γην; λεγει Κυριος.
25 Ηκουσα τι λεγουσιν οι προφηται, οι προφητευοντες εν τω ονοματι μου ψευδος, λεγοντες, Ειδον ενυπνιον, ειδον ενυπνιον.
26 Εως ποτε θελει εισθαι τουτο εν τη καρδια των προφητων των προφητευοντων ψευδος; ναι, προφητευουσι τας απατας της καρδιας αυτων·
27 οιτινες στοχαζονται να καμωσι τον λαον μου να λησμονηση το ονομα μου, δια των ενυπνιων αυτων τα οποια διηγουνται εκαστος προς τον πλησιον αυτου, καθως ελησμονησαν οι πατερες αυτων το ονομα μου δια τον Βααλ.
28 Ο προφητης εις τον οποιον ειναι ενυπνιον, ας διηγηθη το ενυπνιον· και εκεινος, εις τον οποιον ειναι ο λογος μου, ας λαληση τον λογον μου εν αληθεια. Τι ειναι το αχυρον προς τον σιτον; λεγει Κυριος.
29 Δεν ειναι ο λογος μου ως πυρ; λεγει ο Κυριος· και ως σφυρα κατασυντριβουσα τον βραχον;
30 Δια τουτο, ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητων, λεγει Κυριος, οιτινες κλεπτουσι τους λογους μου, εκαστος απο του πλησιον αυτου.
31 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητων, λεγει Κυριος, οιτινες κινουσι τας γλωσσας αυτων και λεγουσιν, Αυτος λεγει.
32 Ιδου, εγω ειμαι εναντιον των προφητευοντων ενυπνια ψευδη, λεγει Κυριος, οιτινες διηγουνται αυτα και πλανωσι τον λαον μου με τα ψευδη αυτων και με την αφροσυνην αυτων· ενω εγω δεν απεστειλα αυτους ουδε προσεταξα αυτους· δια τουτο ουδολως θελουσιν ωφελησει τον λαον τουτον, λεγει Κυριος.
33 Και εαν ο λαος ουτος η ο προφητης η ο ιερευς σε ερωτησωσι, λεγοντες, Τι ειναι το φορτιον του Κυριου; τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Τι το φορτιον; θελω βεβαιως σας εγκαταλειψει, λεγει Κυριος.
34 Τον δε προφητην και τον ιερεα και τον λαον, οστις ειπη, Το φορτιον του Κυριου, εγω βεβαιως θελω παιδευσει τον ανθρωπον εκεινον και τον οικον αυτου.
35 Ουτω θελετε ειπει, εκαστος προς τον πλησιον αυτου και εκαστος προς τον αδελφον αυτου· Τι απεκριθη ο Κυριος; και, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
36 Και φορτιον Κυριου δεν θελετε αναφερει πλεον· επειδη το φορτιον θελει εισθαι εις εκαστον ο λογος αυτου· διοτι διεστρεψατε τους λογους του Θεου του ζωντος, του Κυριου των δυναμεων, του Θεου ημων.
37 Ουτω θελεις ειπει προς τον προφητην· Τι σοι απεκριθη ο Κυριος; και, Τι ελαλησεν ο Κυριος;
38 Αλλ' επειδη λεγετε, Το φορτιον του Κυριου, δια τουτο ουτω λεγει Κυριος· Επειδη λεγετε τον λογον τουτον, Το φορτιον του Κυριου, εγω δε απεστειλα προς εσας, λεγων, δεν θελετε λεγει, Το φορτιον του Κυριου·
39 δια τουτο, Ιδου, εγω θελω σας λησμονησει παντελως και θελω απορριψει υμας και την πολιν την οποιαν εδωκα εις υμας και εις τους πατερας υμων, απο προσωπου μου·
40 και θελω φερει εφ' υμας ονειδος αιωνιον, και καταισχυνην αιωνιον, ητις δεν θελει λησμονηθη.