1 A palavra que da parte de Jeová veio a Jeremias, dizendo:

2 Põe-te em pé na porta da casa de Jeová, e proclama ali esta palavra, e dize: Ouvi a palavra de Jeová, todo Judá que entrais por estas portas para adorardes a Jeová.

3 Assim diz Jeová dos exércitos, Deus de Israel: Emendai os vossos caminhos e os vossos feitos, e vos farei habitar neste lugar.

4 Não confieis em palavras mentirosas, dizendo: Templo de Jeová, templo de Jeová, são estes.

5 Se emendardes radicalmente os vossos caminhos e os vossos feitos; se deveras executardes o juízo entre um homem e o seu próximo;

6 se não oprimirdes o estrangeiro, o órfão e a viúva, e não derramardes neste lugar o sangue inocente, nem em prejuízo vosso andardes após outros deuses;

7 então vos farei habitar neste lugar, na terra que dei a vossos pais, desde os tempos antigos e para sempre.

8 Eis que vós confiais em palavras mentirosas que não vos podem aproveitar.

9 Acaso furtareis, matareis, cometereis adultério, jurareis falso, queimareis incenso a Baal, e andareis após outros deuses a quem não conhecestes,

10 e vireis a apresentar-vos diante de mim nesta casa, que é chamada do meu nome, e direis: Somos livres, para que pratiqueis todas estas abominações?

11 Esta casa que é chamada do meu nome, porventura se tornou aos vossos olhos um covil de salteadores? Eis que eu, eu o vi, diz Jeová.

12 Pois ide agora ao meu lugar que estava em Silo, onde no princípio fiz habitar o meu nome, e vede o que lhe fiz por causa da maldade do meu povo de Israel.

13 Agora, porque fizestes todas estas obras, diz Jeová, porque eu vos falei, levantando-me cedo e falando, mas vós não ouvistes; porque vos chamei, porém não respondestes:

14 portanto como fiz a Silo, assim farei à casa, que é chamada do meu nome, e em que vós confiais, e ao lugar que vos dei a vós e a vossos pais.

15 Lançar-vos-ei de diante da minha face, como lancei a todos os vossos irmãos, a toda a linhagem de Efraim.

16 Tu, pois, não rogues por este povo, não levantes por ele clamor nem oração, não me importunes; porque te não escutarei.

17 Acaso não vês tu o que fazem nas cidades de Judah e nas ruas de Jerusalém?

18 Os filhos ajuntam lenha, os paes accendem fogo, e as mulheres preparam massas para fazerem tortas á rainha do céo, e offerecerem libações a outros deuses, afim de me provocarem á ira.

19 Acaso elles a mim me provocam á ira? diz Jehovah; não se provocam a si mesmos á confusão do seu rosto?

20 Portanto assim diz o Senhor Jeová: Eis que a minha ira e o meu furor serão derramados sobre este lugar, e sobre os homens, e sobre os animais e sobre as árvores do campo e sobre os frutos da terra; acender-se-á e não se apagará.

21 Assim diz Jeová dos exércitos, o Deus de Israel: Ajuntai os vossos holocaustos aos vossos sacrifícios, e comei carne.

22 Pois no dia em que os tirei da terra do Egito não falei com vossos pais, não lhes dei mandamento acerca de holocaustos ou sacrifícios;

23 mas dei-lhes este mandamento, dizendo: Escutai a minha voz, e eu serei o vosso Deus, e vós sereis o meu povo; andai por todo o caminho que vos ordeno, para que te vá bem.

24 Porém não escutaram, nem inclinaram os seus ouvidos, mas andaram para trás em vez de irem para diante.

25 Desde o dia em que vossos pais saíram da terra do Egito até o dia de hoje, tenho-vos enviado todos os meus servos, os profetas, levantando-me cedo cada dia e enviando-os.

26 Contudo não me escutaram, nem inclinaram os seus ouvidos, mas endureceram a sua cerviz: fizeram pior que seus pais.

27 Dir-lhes-ás todas estas palavras, porém não te escutarão; chamá-los-ás, porém não te responderão.

28 Dir-lhes-ás: Esta é a nação que não escutou a voz de Jeová seu Deus, nem recebeu instrução; já pereceu a verdade, e está exterminada da boca deles.

29 Corta os teus cabelos, Jerusalém, e lança-os fora, e levanta um pranto sobre os altos escalvados; porque Jeová rejeitou e desamparou a geração, objeto do seu furor.

30 Pois os filhos de Judá fizeram o que é mau aos meus olhos, diz Jeová; puseram as suas abominações na casa, que é chamada do meu nome, para a profanarem.

31 Edificaram os altos de Tofete, que está no vale do filho de Hinom, para queimarem no fogo seus filhos e suas filhas, coisa que não ordenei, nem me veio à mente.

32 Portanto eis que vêm os dias, diz Jeová, em que não se chamará mais Tofete, nem vale do filho de Hinom, mas vale de matança; e enterrarão em Tofete, por não haver mais outro lugar.

33 Os cadáveres deste povo servirão de pasto às aves do céu, e aos animais da terra; e ninguém os enxotará.

34 Então das cidades de Judá e das ruas de Jerusalém farei cessar a voz de gozo e a voz de alegria, a voz do noivo e a voz da noiva; porque a terra se converterá em ermo.

1 Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,

2 Στηθι εν τη πυλη του οικου του Κυριου και κηρυξον εκει τον λογον τουτον και ειπε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου, παντες οι Ιουδα, οι δια των πυλων τουτων εισερχομενοι δια να προσκυνητε τον Κυριον.

3 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Διορθωσατε τας οδους σας και τας πραξεις σας, και θελω σας στερεωσει εν τω τοπω τουτω.

4 Μη πεποιθατε εις λογους ψευδεις, λεγοντες, Ο ναος του Κυριου, ο ναος του Κυριου, ο ναος του Κυριου ειναι ουτος.

5 Διοτι εαν αληθως διορθωσητε τας οδους σας και τας πραξεις σας· εαν εντελως εκτελεσητε κρισιν αναμεσον ανθρωπου και του πλησιον αυτου·

6 εαν δεν καταδυναστευητε τον ξενον, τον ορφανον και την χηραν, και δεν χυνητε αιμα αθωον εν τω τοπω τουτω μηδε περιπατητε οπισω ξενων θεων εις φθοραν σας·

7 τοτε θελω σας καμει να κατοικητε εν τω τοπω τουτω, εν τη γη την οποιαν εδωκα εις τους πατερας σας εις αιωνα αιωνος.

8 Ιδου, σεις πεποιθατε εις λογους ψευδεις, εκ των οποιων δεν θελετε ωφεληθη.

9 Κλεπτετε, φονευετε και μοιχευετε και ομνυετε ψευδως και θυμιαζετε εις τον Βααλ και περιπατειτε οπισω αλλων θεων, τους οποιους δεν γνωριζετε·

10 επειτα ερχεσθε και ιστασθε ενωπιον μου εν τω οικω τουτω, εφ' ον εκληθη το ονομα μου, και λεγετε, Ηλευθερωθημεν, δια να καμνητε παντα ταυτα τα βδελυγματα;

11 Σπηλαιον ληστων εγεινεν ενωπιον σας ο οικος ουτος, εφ' ον εκληθη το ονομα μου; ιδου, αυτος εγω ειδον ταυτα, λεγει Κυριος.

12 Αλλ' υπαγετε τωρα εις τον τοπον μου τον εν Σηλω, οπου εθεσα το ονομα μου κατ' αρχας, και ιδετε τι εκαμον εις αυτον δια την κακιαν του λαου μου Ισραηλ.

13 Και τωρα, επειδη επραξατε παντα ταυτα τα εργα, λεγει Κυριος, και ελαλησα προς εσας, εγειρομενος πρωι και λαλων, και δεν ηκουσατε· και σας εκραξα και δεν απεκριθητε·

14 δια τουτο θελω καμει εις τον οικον, εφ' ον εκληθη το ονομα μου, εις τον οποιον σεις θαρρειτε, και εις τον τοπον τον οποιον εδωκα εις εσας και εις τους πατερας σας, καθως εκαμα εις την Σηλω·

15 και θελω σας απορριψει απο του προσωπου μου, καθως απερριψα παντας τους αδελφους σας, απαν το σπερμα του Εφραιμ.

16 Δια τουτο συ μη προσευχου υπερ του λαου τουτου και μη υψονε φωνην η δεησιν υπερ αυτων μηδε μεσιτευε προς εμε· διοτι δεν θελω σου εισακουσει.

17 Δεν βλεπεις τι καμνουσιν αυτοι εν ταις πολεσι του Ιουδα και εν ταις οδοις της Ιερουσαλημ;

18 Οι υιοι συλλεγουσι ξυλα και οι πατερες αναπτουσι το πυρ και αι γυναικες ζυμονουσι την ζυμην, δια να καμωσι πεμματα εις την βασιλισσαν του ουρανου και να καμωσι, σπονδας εις αλλους θεους, δια να με παροξυνωσι.

19 Μηπως εμε παροξυνουσι; λεγει Κυριος· ουχι εαυτους προς καταισχυνην των προσωπων αυτων;

20 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος· Ιδου, η οργη μου και ο θυμος μου εκχεονται επι τον τοπον τουτον, επι ανθρωπον και επι κτηνος και επι τα δενδρα του αγρου και επι τον καρπον της γης· και θελει εξαφθη και δεν θελει σβεσθη.

21 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· προσθεσατε τα ολοκαυτωματα σας εις τας θυσιας σας και φαγετε κρεας.

22 Διοτι δεν ελαλησα προς τους πατερας σας ουδε εδωκα εις αυτους εντολας, καθ' ην ημεραν εξηγαγον αυτους εκ γης Αιγυπτου, περι ολοκαυτωματων και θυσιων·

23 αλλα τον λογον τουτον προσεταξα εις αυτους, λεγων, Ακουσατε την φωνην μου και θελω εισθαι Θεος σας, και σεις θελετε εισθαι λαος μου· και περιπατειτε εν πασαις ταις οδοις, τας οποιας διωρισα εις εσας, δια να ευημερητε·

24 πλην δεν ηκουσαν ουδε εκλιναν το ωτιον αυτων, αλλα περιεπατησαν εν ταις βουλαις, εν ταις ορεξεσι της πονηρας αυτων καρδιας, και υπηγον εις τα οπισω και ουχι εις τα εμπρος.

25 Αφ' ης ημερας εξηλθον οι πατερες σας εκ γης Αιγυπτου εως της ημερας ταυτης, εξαπεστειλα προς εσας παντας τους δουλους μου τους προφητας, καθ' ημεραν εγειρομενος πρωι και αποστελλων·

26 πλην δεν μου υπηκουσαν ουδε εκλιναν το ωτιον αυτων, αλλ' εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων, επραξαν χειροτερα των πατερων αυτων.

27 Δια τουτο θελεις λαλησει προς αυτους παντας τουτους τους λογους και δεν θελουσι σε ακουσει· και θελεις φωναξει προς αυτους και δεν θελουσι σοι αποκριθη.

28 Θελεις ομως ειπει προς αυτους, Τουτο ειναι το εθνος, το οποιον δεν ακουει την φωνην Κυριου του Θεου αυτου ουδε δεχεται παιδειαν· η αληθεια εξελιπε και εχαθη απο του στοματος αυτων.

29 Κουρευσον την κεφαλην σου, Ιερουσαλημ, και απορριψον τας τριχας, και αναλαβε θρηνον επι τους υψηλους τοπους· διοτι ο Κυριος απερριψε και εγκατελιπε την γενεαν, κατα της οποιας ωργισθη.

30 Διοτι οι υιοι Ιουδα επραξαν πονηρα ενωπιον μου, λεγει Κυριος· εθεσαν τα βδελυγματα αυτων εν τω οικω εφ' ον εκληθη το ονομα μου, δια να μιανωσιν αυτον.

31 Και ωκοδομησαν τους υψηλους τοπους του Τοφεθ, οστις ειναι εν τη φαραγγι του υιου Εννομ, δια να καιωσι τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων εν πυρι· το οποιον δεν προσεταξα ουδε ανεβη επι την καρδιαν μου.

32 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, καθ' ας δεν θελει ονομαζεσθαι πλεον Τοφεθ ουδε Φαραγξ του υιου Εννομ, αλλ' η φαραγξ της σφαγης· διοτι θελουσι θαπτει εν Τοφεθ, εωσου να μη υπαρχη τοπος.

33 Και τα πτωματα του λαου τουτου θελουσιν εισθαι τροφη εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια της γης· και δεν θελει εισθαι ο εκφοβιζων.

34 Και θελω παυσει απο των πολεων του Ιουδα και απο των οδων της Ιερουσαλημ την φωνην της χαρας και την φωνην της ευφροσυνης, την φωνην του νυμφιου και την φωνην της νυμφης· διοτι η γη θελει κατασταθη ερημος.