1 Ora, Pasur, filho do sacerdote Imer, que era superintendente da casa de Jeová, ouviu a Jeremias profetizando estas coisas.

2 Então feriu Pasur ao profeta Jeremias, e o meteu no cepo que estava na porta superior de Benjamim, na casa de Jeová.

3 No dia seguinte Pasur tirou do cepo a Jeremias. Então lhe disse Jeremias: Jeová não te pôs por nome Pasur, mas Magor-Missabibe.

4 Pois assim diz Jeová: Eis que te farei um espanto para ti mesmo, e para todos os teus amigos; eles cairão pela espada dos seus inimigos, e os teus olhos o verão. Entregarei a todo Judá nas mãos do rei de Babilônia, e ele os levará cativos para Babilônia, e matá-los-á à espada.

5 Também entregarei todas as riquezas desta cidade e todos os teus lucros, e todas as tuas coisas preciosas, sim todos os tesouros dos reis de Judá entregá-los-ei nas mãos dos seus inimigos que os despojarão, tomarão e levarão para Babilônia.

6 Tu, Pasur, e todos os moradores da tua casa, ireis para o cativeiro; ireis à Babilônia, e ali morrereis, e ali sereis sepultados, tu, e todos os teus amigos, a quem profetizaste falsamente.

7 Seduziste-me, Jeová, e deixei-me seduzir; mais forte és tu do que eu, prevaleceste. Torno-me objeto de escárnio o dia todo, todos zombam de mim.

8 Pois sempre que falo, clamo em alta voz; clamo: Violência e despojo: porque a palavra de Jeová se me torna em opróbrio e em ludíbrio o dia todo.

9 Se eu disser: Não farei menção dele, nem falarei mais em seu nome, há no meu coração um como fogo ardente, encerrado nos meus ossos, e estou cansado de sofrer, e não posso conter-me.

10 Pois tenho ouvido a difamação de muitos, há terror por todos os lados. Denunciai, e o denunciaremos, dizem todos os meus íntimos amigos, os que aguardam o meu manquejar; porventura se deixará seduzir, e prevaleceremos contra ele, e dele nos vingaremos.

11 Mas Jeová está comigo como um que é poderoso e terrível; portanto tropeçarão os meus perseguidores, e não prevalecerão. Porque não se houveram sabiamente, ficarão grandemente envergonhados, com perpétua desonra, que nunca será esquecida.

12 Mas tu, Jeová dos exércitos, que provas o justo, que vês os rins e o coração, permite que veja eu a tua vingança contra eles; porque te revelei a minha causa.

13 Cantai a Jeová, Louvai a Jeová; porque livrou da mão dos malfeitores a alma do necessitado.

14 Maldito seja o dia em que nasci; não seja bendito o dia em que me deu à luz minha mãe.

15 Maldito seja o homem que levou, causando-lhe muita alegria, as novas a meu pai, dizendo: Nasceu-te um filho varão.

16 Seja esse homem como as cidades que Jeová subverteu, sem se arrepender. Ouça ele um clamor pela manhã, e um alarido ao meio dia.

17 Por que não me matou no ventre? assim minha mãe teria sido a minha sepultura, e teria ficado para sempre grávida!

18 Porque sai do ventre para ver trabalho e tristeza, de sorte que os meus dias se consumissem de vergonha.

1 Ο δε Πασχωρ, ο υιος του Ιμμηρ ο ιερευς, ο και προισταμενος εν τω οικω του Κυριου, ηκουσε τον Ιερεμιαν προφητευοντα τους λογους τουτους.

2 Και επαταξεν ο Πασχωρ Ιερεμιαν τον προφητην και εβαλεν αυτον εις το δεσμωτηριον το εν τη ανω πυλη του Βενιαμιν, το εν τω οικω του Κυριου.

3 Και την επαυριον εξηγαγεν ο Πασχωρ τον Ιερεμιαν εκ του δεσμωτηριου. Και ο Ιερεμιας ειπε προς αυτον, Ο Κυριος δεν εκαλεσε το ονομα σου Πασχωρ, αλλα Μαγορ-μισσαβιβ.

4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, θελω σε καμει τρομον εις σεαυτον και εις παντας τους φιλους σου· και θελουσι πεσει δια της μαχαιρας των εχθρων αυτων και οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τουτο· και θελω δωσει παντα τον Ιουδαν εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, και θελει φερει αυτους αιχμαλωτους εις την Βαβυλωνα και θελει παταξει αυτους εν μαχαιρα.

5 Και θελω δωσει πασαν την δυναμιν της πολεως ταυτης και παντας τους κοπους αυτης και παντα τα πολυτιμα αυτης και παντας τους θησαυρους των βασιλεων Ιουδα θελω δωσει εις την χειρα των εχθρων αυτων, και θελουσι λεηλατησει αυτους και λαβει αυτους και φερει αυτους εις την Βαβυλωνα.

6 Και συ, Πασχωρ, και παντες οι κατοικουντες εν τω οικω σου, θελετε υπαγει εις αιχμαλωσιαν· και θελεις ελθει εις την Βαβυλωνα, και εκει θελεις αποθανει και εκει θελεις ταφη, συ και παντες οι φιλοι σου, εις τους οποιους προεφητευσας ψευδως.

7 Κυριε, με εδελεασας και εδελεασθην· υπερισχυσας κατ' εμου και κατισχυσας· εγεινα χλευασμος ολην την ημεραν· παντες με εμπαιζουσι.

8 Διοτι αφου ηνοιξα στομα, βοω, φωναζω βιαν και αρπαγην· οθεν ο λογος του Κυριου εγεινεν εις εμε προς ονειδισμον και προς χλευασμον ολην την ημεραν.

9 Και ειπα, Δεν θελω αναφερει περι αυτου ουδε θελω λαλησει πλεον εν τω ονοματι αυτου· ομως ο λογος αυτου ητο εν τη καρδια μου ως καιομενον πυρ περικεκλεισμενον εν τοις οστεοις μου, και απεκαμον χαλινονων εμαυτον και δεν ηδυναμην πλεον.

10 Διοτι ηκουσα υβριν παρα πολλων· τρομος πανταχοθεν· Κατηγορησατε, λεγουσι, και θελομεν κατηγορησει αυτον. Παντες οι ειρηνευοντες μετ' εμου παρεφυλαττον το προσκομμα μου, λεγοντες, Ισως δελεασθη, και θελομεν υπερισχυσει εναντιον αυτου και εκδικηθη κατ' αυτου.

11 Αλλ' ο Κυριος ειναι μετ' εμου ως ισχυρος πολεμιστης· δια τουτο οι διωκται μου θελουσι προσκοψει και δεν θελουσιν υπερισχυσει· θελουσι καταισχυνθη σφοδρα· διοτι δεν ενοησαν· η αιωνιος αισχυνη αυτων δεν θελει λησμονηθη.

12 Αλλα, Κυριε των δυναμεων, ο δοκιμαζων τον δικαιον, ο βλεπων τους νεφρους και την καρδιαν, ας ιδω την εκδικησιν σου επ' αυτους· διοτι εις σε εφανερωσα την κρισιν μου.

13 Ψαλλετε εις τον Κυριον, αινειτε τον Κυριον· διοτι ηλευθερωσε την ψυχην του πτωχου εκ χειρος πονηρευομενων.

14 Επικαταρατος η ημερα, καθ' ην εγεννηθην· η ημερα καθ' ην η μητηρ μου με εγεννησεν, ας μη ηναι ευλογημενη.

15 Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις ευηγγελισατο προς τον πατερα μου, λεγων, Εγεννηθη εις σε παιδιον αρσεν, ευφραινων αυτον σφοδρα.

16 Και ας ηναι ο ανθρωπος εκεινος ως αι πολεις, τας οποιας ο Κυριος κατεστρεψε και δεν μετεμεληθη· και ας ακουση κραυγην το πρωι και αλαλαγμον εν μεσημβρια.

17 Δια τι δεν εθανατωθην εκ μητρας; η η μητηρ μου δεν εγεινε ταφος εις εμε και η μητρα αυτης δεν με εβαστασεν εις αιωνιον συλληψιν;

18 δια τι εξηλθον εκ της μητρας, δια να βλεπω μοχθον και λυπην και να τελειωσωσιν αι ημεραι μου εν αισχυνη;