1 Αποστειλατε το αρνιον προς τον αρχοντα της γης, απο Σελα εν τη ερημω προς το ορος της θυγατρος της Σιων.

2 Διοτι ως πτηνον πλανωμενον, απο της φωλεας αυτου δεδιωγμενον, ουτως αι θυγατερες του Μωαβ θελουσιν εισθαι κατα τας διαβασεις του Αρνων.

3 Βουλευου, εκτελεσον το δικαιον· εν τω μεσω της ημερας καμε την σκιαν σου ως νυκτα· κρυψον τους διωκομενους· μη φανερωσης τον περιπλανωμενον.

4 Οι δεδιωγμενοι μου ας παροικησωσι παρα σοι, Μωαβ· γενου εις αυτους σκεπη απο προσωπου του πορθητου· διοτι ο αρπακτηρ ετελειωσεν, ο πορθητης επαυσεν, οι καταδυνασται εξωλοθρευθησαν απο της γης.

5 Και μετα ελεους θελει συσταθη ο θρονος, και επ' αυτον θελει καθησει εν αληθεια, εν τη σκηνη του Δαβιδ, ο κρινων και εκζητων κρισιν και σπευδων δικαιοσυνην.

6 Ηκουσαμεν την υπερηφανιαν του Μωαβ, ειναι λιαν υπερηφανος· την υψηλοφροσυνην αυτου και την αλαζονειαν αυτου και την μανιαν αυτου· τα ψευδη αυτου θελουσι ματαιωθη.

7 Δια τουτο ο Μωαβ θελει ολολυξει· παντες θελουσιν ολολυξει δια τον Μωαβ· θελετε θρηνολογησει δια τα θεμελια της Κιρ-αρεσεθ· εκτυπηθησαν βεβαιως.

8 Διοτι αι πεδιαδες της Εσεβων ειναι ητονημεναι και η αμπελος της Σιβμα· οι κυριοι των εθνων κατεσυντριψαν τα καλητερα αυτης φυτα, τα οποια ηρχοντο εως της Ιαζηρ, και περιεπλανωντο δια της ερημου· οι κλαδοι αυτης ησαν εξηπλωμενοι, διεβαινον την θαλασσαν.

9 Δια τουτο μετα κλαυθμου της Ιαζηρ θελω κλαυσει την αμπελον της Σιβμα θελω σε βρεξει με τα δακρυα μου, Εσεβων και Ελεαλη· διοτι επι τους θερινους καρπους σου και επι τον θερισμον σου επεπεσεν αλαλαγμος.

10 Και αφηρεθη η ευφροσυνη και η αγαλλιασις απο της καρποφορου πεδιαδος· και εις τους αμπελωνας σου δεν θελουσιν εισθαι πλεον ασματα ουδε φωναι αγαλλιασεως· οι ληνοπαται δεν θελουσι πατει οινον εν τοις ληνοις· εγω κατεπαυσα τον αλαλαγμον του τρυγητου.

11 Οθεν τα εντοσθια μου θελουσιν ηχησει ως κιθαρα δια τον Μωαβ, και τα εσωτερικα μου δια την Κιρ-αρες.

12 Και ο Μωαβ, οταν φανη οτι απεκαμεν επι τους βωμους αυτου, θελει εισελθει εις το αγιαστηριον αυτου δια να προσευχηθη· πλην δεν θελει επιτυχει.

13 Ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον εκτοτε ελαλησε Κυριος περι του Μωαβ.

14 Τωρα δε ο Κυριος ελαλησε λεγων, Εις τρια ετη, ως ειναι τα ετη του μισθωτου, η δοξα του Μωαβ θελει καταφρονηθη μεθ' ολου του μεγαλου πληθους αυτου· και το υπολοιπον θελει εισθαι πολυ ολιγον και αδυνατον.

1 Siųskite krašto kunigaikščiui avinėlį iš Selos į dykumą Siono dukros kalnui.

2 Kaip iš lizdo išmesti paukščiukai yra Moabo dukterys prie Arnono brastų.

3 Sušaukite pasitarimą, įvykdykite teisingumą. Tegu tavo šešėlis būna kaip naktis vidudienį. Išsklaidytus paslėpk, neišduok pabėgėlių.

4 Priimk, Moabai, mano išsklaidytuosius ir pabėgėlius, tegul jie gyvena pas tave. Būk jiems apsauga nuo sunaikintojo. Prispaudėjo nebėra, plėšimas pasibaigė, niokotojai pašalinti iš krašto.

5 Gailestingumu sostas bus įtvirtintas. Jis teisėtai sėdės jame, Dovydo palapinėje, teisdamas, ieškodamas teisingumo ir skubėdamas įgyvendinti teisybę.

6 Mes girdėjome apie Moabą, koks išdidus jis yra! Jo išdidumas, akiplėšiškumas ir įžūlumas tėra tuščias pasigyrimas.

7 Visi moabitai verks ir raudos. Jie verks ir liūdės dėl Kir Hareseto pamatų, kurie bus sujudinti.

8 Hešbono laukai išdžiūvo ir Sibmos vynmedžiai, kurių vyną gerdavo tautų viešpačiai, yra sunaikinti, vynuogynai, kurie tęsėsi iki Jazerio, siekė dykumą ir anapus jūros.

9 Aš verkiu drauge su Jazeru dėl Sibmos vynmedžių, laistau ašaromis Hešboną ir Elealę. Tavo vynuogyno derliumi džiaugiasi priešai.

10 Linksmybė ir džiaugsmas dingo iš derlingųjų laukų. Vynuogynuose nebėra nei džiaugsmo, nei linksmybės. Spaudyklose niekas nebespaudžia vyno. Aš nutildžiau dirbančiųjų šauksmus.

11 Mano siela dėl Moabo skamba lyg arfa, o širdis liūdi Kir Hareseto.

12 Jei Moabas pasirodys aukštumoje aukoti ir eis į savo šventyklą melstis, jis nieko nelaimės.

13 Tai yra Viešpaties žodis, kurį Jis kalbėjo seniau apie Moabą.

14 Bet dabar Viešpats sako: "Per trejus metus Moabo didybė sunyks, iš gausios tautos liks tik mažas ir silpnas likutis".