1 Ακουσατε μου, σεις οι ακολουθουντες την δικαιοσυνην, οι ζητουντες τον Κυριον· εμβλεψατε εις τον βραχον, εκ του οποιου ελατομηθητε, και εις το στομιον του λακκου, εκ του οποιου ανωρυχθητε.
2 Εμβλεψατε εις τον Αβρααμ τον πατερα σας και εις την Σαρραν, ητις σας εγεννησε· διοτι εκαλεσα αυτον οντα ενα και ευλογησα αυτον και επληθυνα αυτον.
3 Ο Κυριος λοιπον θελει παρηγορησει την Σιων· αυτος θελει παρηγορησει παντας τους ηρημωμενους τοπους αυτης· και θελει καμει την ερημον αυτης ως την Εδεμ και την ερημιαν αυτης ως παραδεισον του Κυριου· ευφροσυνη και αγαλλιασις θελει ευρισκεσθαι εν αυτη, δοξολογια και φωνη αινεσεως.
4 Ακουσον μου, λαε μου· και δος ακροασιν εις εμε, εθνος μου· διοτι νομος θελει εξελθει παρ' εμου και θελω στησει την κρισιν μου δια φως των λαων.
5 Η δικαιοσυνη μου πλησιαζει· η σωτηρια μου εξηλθε και οι βραχιονες μου θελουσι κρινει τους λαους· αι νησοι θελουσι προσμενει εμε και θελουσιν ελπιζει επι τον βραχιονα μου.
6 Υψωσατε τους οφθαλμους σας εις τους ουρανους και βλεψατε εις την γην κατω· διοτι οι ουρανοι θελουσι διαλυθη ως καπνος και η γη θελει παλαιωθη ως ιματιον και οι κατοικουντες εν αυτη θελουσιν αποθανει εξισου· αλλ' η σωτηρια μου θελει εισθαι εις τον αιωνα και η δικαιοσυνη μου δεν θελει εκλειψει.
7 Ακουσατε μου, σεις οι γνωριζοντες δικαιοσυνην· λαε, εν τη καρδια του οποιου ειναι ο νομος μου· μη φοβεισθε τον ονειδισμον των ανθρωπων μηδε ταραττεσθε εις τας υβρεις αυτων.
8 Διοτι ως ιματιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωληξ και ως μαλλιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωρος· αλλ' η δικαιοσυνη μου θελει μενει εις τον αιωνα και η σωτηρια μου εις γενεας γενεων.
9 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, ενδυθητι δυναμιν, βραχιων Κυριου· εξεγερθητι ως εν ταις αρχαιαις ημεραις, εν ταις παλαιαις γενεαις. Δεν εισαι συ, ο παταξας την Ρααβ και τραυματισας τον δρακοντα;
10 Δεν εισαι συ, ο ξηρανας την θαλασσαν, τα υδατα της μεγαλης αβυσσου; ο ποιησας τα βαθη της θαλασσης οδον διαβασεως των λελυτρωμενων;
11 Και οι λελυτρωμενοι του Κυριου θελουσιν επιστρεψει και ελθει εν αλαλαγμω εις Σιων· και ευφροσυνη αιωνιος θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτων· αγαλλιασιν και ευφροσυνην θελουσιν απολαυσει· η λυπη και ο στεναγμος θελουσι φυγει.
12 Εγω, εγω ειμαι ο παρηγορων υμας. Συ τις εισαι και φοβεισαι απο ανθρωπου θνητου και απο υιου ανθρωπου, οστις θελει γεινει ως χορτος·
13 και ελησμονησας Κυριον τον Ποιητην σου, τον εκτειναντα τους ουρανους και θεμελιωσαντα την γην· και εφοβεισο παντοτε καθ' ημεραν την οργην του καταθλιβοντος σε, ως εαν ητο ετοιμος να καταστρεψη; και που ειναι τωρα η οργη του καταθλιβοντος;
14 Ο ηχμαλωτισμενος σπευδει να λυθη και να μη αποθανη εν τω λακκω μηδε να στερηθη τον αρτον αυτου·
15 διοτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, ο ταραττων την θαλασσαν και ηχουσι τα κυματα αυτης· Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου.
16 Και εθεσα τους λογους μου εις το στομα σου και σε εσκεπασα με την σκιαν της χειρος μου, δια να στερεωσω τους ουρανους και να θεμελιωσω την γην· και δια να ειπω προς την Σιων, Λαος μου εισαι.
17 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, αναστηθι, Ιερουσαλημ, ητις επιες εκ της χειρος του Κυριου το ποτηριον του θυμου αυτου· επιες, εξεκενωσας και αυτην την τρυγιαν του ποτηριου της ζαλης.
18 Εκ παντων των υιων, τους οποιους εγεννησε, δεν υπαρχει ο οδηγων αυτην· ουδε ειναι εκ παντων των υιων, τους οποιους εξεθρεψεν, ο πιανων αυτην εκ της χειρος.
19 Τα δυο ταυτα ηλθον επι σε· τις θελει σε συλλυπηθη; ερημωσις και καταστροφη και πεινα και μαχαιρα· δια τινος να σε παρηγορησω;
20 Οι υιοι σου απενεκρωθησαν· κοιτονται απ' ακρου πασων των οδων, ως αγριος ταυρος εν δικτυοις· ειναι πληρεις του θυμου του Κυριου, της επιτιμησεως του Θεου σου.
21 Οθεν, ακουε τωρα τουτο, τεθλιμμενη και μεθυουσα, πλην ουχι εξ οινου·
22 ουτω λεγει ο Κυριος σου, ο Κυριος και ο Θεος σου, ο δικολογων υπερ του λαου αυτου· Ιδου, ελαβον εκ των χειρων σου το ποτηριον της ζαλης, την τρυγιαν του ποτηριου του θυμου μου· δεν θελεις πλεον πιει αυτο του λοιπου·
23 και θελω βαλει αυτο εις την χειρα των καταθλιβοντων σε, οιτινες ειπον προς την ψυχην σου, Κυψον, δια να περασωμεν· και συ εβαλες το σωμα σου ως γην και ως οδον εις τους διαβαινοντας.
1 Klausykite manęs, kurie sekate teisumą ir ieškote Viešpaties. Pažvelkite į uolą, iš kurios jūs iškirsti, ir į duobę, iš kurios jūs iškasti.
2 Pažvelkite į savo tėvą Abraomą ir į Sarą, kuri jus pagimdė. Aš pašaukiau jį vieną, palaiminau ir padauginau.
3 Viešpats paguos Sioną ir atgaivins visus jo griuvėsius, Jis padarys jo tyrus kaip Edeną, dykumas kaip Viešpaties sodą. Linksmybė ir džiaugsmas bus ten, padėkos giesmės skambės.
4 Mano tauta, klausyk manęs, mano giminės, išgirskite mane. Įstatymas išeis iš manęs; mano teisingumas bus šviesa tautoms.
5 Mano teisumas arti ir išgelbėjimas greitai ateis. Aš teisiu tautas. Salos lauks manęs, jos pasitikės manimi.
6 Pakelkite savo akis į dangų, pažvelkite į žemę! Dangūs praeis kaip dūmai, žemė susidėvės kaip drabužis, jos gyventojai taip pat išmirs. Bet mano išgelbėjimas liks amžinai, mano teisumas nesibaigs.
7 Klausykite manęs, kurie pažįstate teisumą, tauta, kurios širdyje yra mano įstatymas. Nebijokite žmonių pajuokos, neišsigąskite jų plūdimo.
8 Kaip vilnonį drabužį juos sugrauš kandys; bet mano teisumas liks amžinai, mano išgelbėjimas kartų kartoms.
9 Gelbėk, Viešpatie, prašau, padėk, kaip anomis dienomis senosioms kartoms! Ar ne Tu sukapojai Rahabą ir perdūrei slibiną?
10 Ar ne Tu išdžiovinai jūrą ir jos gelmėse padarei kelią pereiti išpirktiesiems?
11 Viešpaties išpirktieji sugrįš, ateis į Sioną džiūgaudami, amžinas džiaugsmas lydės juos. Džiaugsmas ir linksmybė sugrįš, o skausmai ir vaitojimai išnyks.
12 "Aš, Aš guodžiu tave. Kas gi tu, kad bijotum mirtingo žmogaus, žmogaus sūnaus, kuris yra lyg žolė?
13 Tu užmiršai Viešpatį, savo Kūrėją, kuris ištiesė dangus ir sukūrė žemę. Tu nuolatos drebėjai dėl prispaudėjo žiaurumo, kuris siekė tave sunaikinti! Kur dingo prispaudėjo žiaurumas?
14 Prispaustasis bus greitai išlaisvintas; jis nemirs, nežengs į duobę ir nebadaus.
15 Aš esu Viešpats, tavo Dievas, kuris perskyrė šėlstančios jūros bangas. Kareivijų Viešpats yra mano vardas.
16 Aš sukūriau dangų ir žemę, pridengiau tave savo ranka, įdėjau savo žodžius į tavo lūpas ir sakiau Sionui: ‘Tumano tauta’ ".
17 Pabusk, pabusk, kelkis, Jeruzale! Tu gėrei iš Viešpaties rankos Jo rūstybės taurę; svaiginančią rūstybę išgėrei iki pat dugno.
18 Nė vienas iš Jeruzalės sūnų nepakėlė jos ir nepadėjo jai.
19 Tave ištiko sunaikinimas ir sugriovimas, badas ir kardas, bet kas liūdi tavęs, kas paguos tave?
20 Tavo vaikai neteko jėgų ir gulėjo pakelėse kaip pagautas gyvulys tinkle. Jie pilni Viešpaties rūstybės, tavo Dievo pabarimo.
21 Tad išgirskite, jūs, suvargusieji ir girti, bet ne nuo vyno.
22 Taip sako Viešpats, tavo valdovas, tavo Dievas, kuris gina savo tautą: "Aš paėmiau iš tavo rankos apsvaigimo taurę; tu nebegersi daugiau mano rūstybės.
23 Aš ją paduosiu į rankas tavo kankintojų, kurie sakė tau: ‘Pasilenk, kad liptume per tave!’ Taip, tavo nugara buvo padaryta lyg žemė, lyg kelias, kuriuo jie ėjo".