1 Ουτω λεγει Κυριος· Φυλαττετε κρισιν και καμνετε δικαιοσυνην· διοτι η σωτηρια μου πλησιαζει να ελθη και η δικαιοσυνη μου να αποκαλυφθη.

2 Μακαριος ο ανθρωπος οστις καμνει τουτο, και ο υιος του ανθρωπου οστις κρατει αυτο· οστις φυλαττει το σαββατον, ωστε να μη βεβηλωση αυτο, και κρατει την χειρα αυτου, ωστε να μη πραξη μηδεν κακον.

3 Ο δε υιος του αλλογενους, ο προστεθειμενος εις τον Κυριον, ας μη ειπη, λεγων, Ο Κυριος διολου θελει με χωρισει απο του λαου αυτου· μηδε ο ευνουχος ας λεγη·, Ιδου, εγω ειμαι δενδρον ξηρον.

4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· εις τους ευνουχους, οσοι φυλαττουσι τα σαββατα μου και εκλεγουσι τα αρεσκοντα εις εμε και κρατουσι την διαθηκην μου,

5 εις αυτους μαλιστα θελω δωσει εν τω οικω μου και εντος των τειχων μου τοπον και ονομα καλητερον παρα των υιων και των θυγατερων· εις αυτους θελω δωσει ονομα αιωνιον, το οποιον δεν θελει εκλειψει.

6 Περι δε των υιων του αλλογενους, οιτινες ηθελον προστεθη εις τον Κυριον, δια να δουλευωσιν εις αυτον και να αγαπωσι το ονομα του Κυριου, δια να ηναι δουλοι αυτου· οσοι φυλαττουσι το σαββατον, ωστε να μη βεβηλωσωσιν αυτο και κρατουσι την διαθηκην μου·

7 και τουτους θελω φερει εις το αγιον μου ορος και θελω ευφρανει αυτους εν τω οικω της προσευχης μου· τα ολοκαυτωματα αυτων και αι θυσιαι αυτων θελουσιν εισθαι δεκται επι το θυσιαστηριον μου· διοτι ο οικος μου θελει ονομαζεσθαι, Οικος προσευχης δια παντας τους λαους.

8 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος ο συναγων τους διεσκορπισμενους του Ισραηλ· Θελω συναξει ετι και αλλους εις αυτον, εκτος των συνηγμενων αυτου.

9 Ελθετε, φαγετε, παντα τα ζωα του αγρου, παντα τα θηρια του δασους.

10 Οι δε φυλακες αυτου ειναι τυφλοι· παντες χωρις νοησεως· παντες κυνες αλαλοι, μη δυναμενοι να υλακτησωσι· κοιμωμενοι, κοιτομενοι, αγαπωντες νυσταγμον·

11 ναι, κυνες αδηφαγοι, οιτινες δεν γνωριζουσι χορτασμον και ποιμενες, οιτινες δεν γνωριζουσι συνεσιν· παντες ειναι εστραμμενοι προς την οδον αυτων, εκαστος εις το μερος αυτου, δια το κερδος αυτων.

12 Ελθετε, λεγουσι, θελω φερει οινον και θελομεν μεθυσθη με σικερα· και αυριον θελει εισθαι ως η ημερα αυτη, πολυ πλεον αφθονος.

1 Taip sako Viešpats: "Laikykitės teisingumo ir vykdykite teisybę, nes mano išgelbėjimas arti, mano teisumas tuoj bus apreikštas.

2 Palaimintas žmogus, kuris tai vykdo, ir žmogaus sūnus, kuris to laikosi: saugo sabatą nesuterštą ir savo rankas sulaiko nuo pikto".

3 Svetimtautis, kuris prisiglaudė prie Viešpaties, tenesako: "Viešpats atskyrė mane nuo savo tautos", ir eunuchas tenesako: "Aš kaip padžiūvęs medis".

4 Nes Viešpats taip sako: "Eunuchams, kurie švenčia mano sabatą, pasirenka, kas man patinka, ir laikosi mano sandoros,

5 duosiu savo namuose vietos ir padarysiu jų vardą garsesnį už sūnų bei dukterų; duosiu jiems amžiais nežūstantį vardą.

6 Svetimtaučius, kurie prisijungs prie Viešpaties, Jam tarnaus, Jo vardą mylės, bus Jo tarnai, švęs sabatą ir jo nesuteps bei laikysis mano sandoros,

7 atvesiu į savo šventąjį kalną ir pradžiuginsiu savo maldos namuose; jų aukos ir deginamosios aukos bus mėgiamos ant mano aukuro, nes mano namai bus vadinami maldos namais visoms tautoms".

8 Taip sako Viešpats Dievas, kuris surinko Izraelio išsklaidytuosius: "Prie tų, kurie jau surinkti, Aš surinksiu ir kitus".

9 Visi laukiniai ir miško žvėrys, ateikite ėsti!

10 Jo sargai yra akli, neturi supratimo; jie yra lyg šunys, kurie neloja. Jie mėgsta gulėti, snausti ir sapnuoti.

11 Jie yra godūs šunys, kurie niekada nepasisotina. Jie yra ganytojai, neturintys supratimo. Jie žiūri į savo kelią ir ieško sau naudos.

12 Jie sako: "Ateikite, duosime jums vyno, pasigerkime! Taip darykime šiandien, o rytoj bus dar geriau!"