1 Αναβοησον δυνατα, μη φεισθης· υψωσον την φωνην σου ως σαλπιγγα και αναγγειλον προς τον λαον μου τας ανομιας αυτων και προς τον οικον Ιακωβ τας αμαρτιας αυτων.
2 Με ζητουσιν ομως καθ' ημεραν και επιθυμουσι να μανθανωσι τας οδους μου, ως εθνος το οποιον εκαμε δικαιοσυνην και δεν εγκατελιπε την κρισιν του Θεου αυτου· ζητουσι παρ' εμου κρισεις δικαιοσυνης· επιθυμουσι να πλησιαζωσιν εις τον Θεον.
3 Δια τι ενηστευσαμεν, λεγουσι, και δεν ειδες; εταλαιπωρησαμεν την ψυχην ημων και δεν εγνωρισας; Ιδου, εν τη ημερα της νηστειας σας ευρισκετε ηδονην και καταθλιβετε παντας τους μισθωτους σας.
4 Ιδου, νηστευετε δια δικας και εριδας και γρονθιζετε ασεβως· μη νηστευετε, καθως την σημερον, δια να ακουσθη ανωθεν η φωνη σας.
5 Τοιαυτη ειναι η νηστεια, την οποιαν εγω εξελεξα; να ταλαιπωρη ο ανθρωπος την ψυχην αυτου μιαν ημεραν; να κλινη την κεφαλην αυτου ως σπαρτον και να υποστρονη σακκον και στακτην εις εαυτον; νηστειαν θελεις ονομασει τουτο και ημεραν δεκτην εις τον Κυριον;
6 Η νηστεια την οποιαν εγω εξελεξα, δεν ειναι αυτη; το να λυης τους δεσμους της κακιας, το να διαλυης τα βαρεα φορτια και το να αφινης ελευθερους τους καταδεδυναστευμενους και το να συντριβης παντα ζυγον;
7 Δεν ειναι το να διαμοιραζης τον αρτον σου εις τον πεινωντα και να εισαγης εις την οικιαν σου τους αστεγους πτωχους; οταν βλεπης τον γυμνον, να ενδυης αυτον, και να μη κρυπτης σεαυτον απο της σαρκος σου;
8 Τοτε το φως σου θελει εκλαμψει ως η αυγη και η υγιεια σου ταχεως θελει βλαστησει· και η δικαιοσυνη σου θελει προπορευεσθαι εμπροσθεν σου· η δοξα του Κυριου θελει εισθαι η οπισθοφυλακη σου.
9 Τοτε θελεις κραζει και ο Κυριος θελει αποκρινεσθαι· θελεις φωναζει και εκεινος θελει λεγει, Ιδου, εγω. Εαν εκβαλης εκ μεσου σου τον ζυγον, την ανατασιν του δακτυλου και τους ματαιους λογους·
10 και ανοιγης την ψυχην σου προς τον πεινωντα και ευχαριστης την τεθλιμμενην ψυχην· τοτε το φως σου θελει ανατελλει εν τω σκοτει και το σκοτος σου θελει εισθαι ως μεσημβρια.
11 Και ο Κυριος θελει σε οδηγει παντοτε και χορταινει την ψυχην σου εν ανομβριαις και παχυνει τα οστα σου· και θελεις εισθαι ως κηπος ποτιζομενος και ως πηγη υδατος, της οποιας τα υδατα δεν εκλειπουσι.
12 Και οι απο σου θελουσιν οικοδομησει τας παλαιας ερημωσεις· θελεις ανεγειρει τα θεμελια πολλων γενεων· και θελεις ονομασθη, Ο επιδιορθωτης των χαλασματων, Ο ανορθωτης των οδων δια τον κατοικισμον.
13 Εαν αποστρεψης τον ποδα σου απο του σαββατου, απο του να καμνης τα θεληματα σου εν τη αγια μου ημερα, και ονομαζης το σαββατον τρυφην, αγιαν ημεραν του Κυριου, εντιμον, και τιμας αυτο, μη ακολουθων τας οδους σου μηδε ευρισκων εν αυτω το θελημα σου μηδε λαλων τους λογους σου,
14 τοτε θελεις εντρυφα εν Κυριω· και εγω θελω σε ιππευσει επι τους υψηλους τοπους της γης και σε θρεψει με την κληρονομιαν του πατρος σου Ιακωβ· διοτι το στομα τον Κυριου ελαλησε.
1 "Šauk garsiai, nesivaržyk! Pakelk savo balsą kaip trimitą; pranešk mano tautai jos kaltę ir Jokūbo namams jų nuodėmes.
2 Jie ieško manęs kas dieną ir nori žinoti mano kelius kaip tauta, kuri elgiasi teisiai ir nėra palikusi savo Dievo. Jie prašo manęs teisingo sprendimo, jie mėgsta ateiti prie Dievo.
3 ‘Kodėl mums pasninkaujant, Tu nematai? Kodėl mums varginant savo sielas, Tu nepaisai?’ Pasninko dieną jūs ieškote malonumų ir išnaudojate savo darbininkus.
4 Jūs pasninkaujate dėl vaidų ir kivirčų, smogiate nedorybės kumščiu. Jūs nepasninkaujate šiandien taip, kad jūsų balsas būtų išgirstas aukštybėse.
5 Ar tai pasninkas, kokį Aš pasirinkau, kad žmogus vargintų per dieną savo sielą, nulenktų galvą kaip nendrę, klotų po savimi ašutinę ir pasibarstytų pelenų? Ir tai jūs vadinate pasninku, Viešpačiui priimtina diena?
6 Ar ne toks pasninkas, kurį Aš pasirinkau: pašalinkite nedorybės pančius, išlaisvinkite pavergtuosius, suteikite laisvę prislėgtiesiems, sulaužykite kiekvieną jungą.
7 Pasidalink maistą su alkanu, benamius ir vargšus parsivesk į namus, pamatęs nuogą, aprenk jį, nesislėpk nuo savo paties kūno.
8 Tada tavo šviesa nušvis kaip aušra, tavo sveikata išsiskleis greitai, tavo teisumas eis pirma tavęs ir Viešpaties šlovė lydės tave.
9 Tu šauksies, ir Viešpats atsakys, prašysi pagalbos, ir Jis tars: ‘Aš čia!’ Jei pašalinsi iš savo tarpo priespaudą, negrasinsi ir nekalbėsi tuštybių,
10 jei alkstantį pasotinsi kaip pats save ir prispaustajam padėsi, tada tavo šviesa spindės tamsoje ir tavo tamsybė taps šviesa.
11 Tada Viešpats vedžios tave, pasotins tavo sielą sausros metu ir sustiprins tavo kūną; tu būsi kaip palaistytas sodas, kaip neišsenkantis vandens šaltinis.
12 Bus atstatyta tavyje tai, kas seniai paversta griuvėsiais. Tu dėsi pamatus kartų kartoms. Tave vadins spragų užtaisytoju ir gatvių tiesėju.
13 Jei tu savo kojas sulaikysi sabato dieną, nepramogausi mano šventoje dienoje, vadinsi sabatą pasimėgimu, šventa ir garbinga Viešpaties diena, gerbsi Jį, nevaikščiosi savo keliais, neieškosi pramogų ir nekalbėsi tuščiai,
14 tada tu gėrėsies Viešpačiu, ir Aš tave vesiu ant aukštų kalnų ir leisiu naudotis tavo tėvo Jokūbo paveldu",taip kalbėjo Viešpats.