1 Η κατα της ερημου της θαλασσης ορασις. Καθως οι διαβαινοντες ανεμοστροβιλοι της μεσημβριας, ουτως ερχεται απο της ερημου, απο γης τρομερας.
2 Σκληρον οραμα εφανερωθη εις εμε· ο καταδυναστευων καταδυναστευει και ο πορθων πορθει. Αναβηθι, Ελαμ· πολιορκησον, Μηδια· επαυσα πασας τας καταδυναστειας αυτης.
3 Δια τουτο η οσφυς μου ειναι πληρης οδυνης· πονοι με εκυριευσαν, ως οι πονοι της τικτουσης· εκυρτωθην εις την ακροασιν αυτου· συνεταραχθην εις την θεαν αυτου.
4 Η καρδια μου κλονιζεται· τρομος με εξεπληξεν· η νυξ της ευφροσυνης μου εις φρικην μετεβληθη εν εμοι.
5 Ετοιμαζεται η τραπεζα· φυλαττουσι σκοπιαν, τρωγουσι, πινουσι· σηκωθητε, στραταρχαι, ετοιμασατε ασπιδας.
6 Διοτι ο Κυριος ειπεν ουτω προς εμε· Υπαγε, στησον σκοπευτην, δια να αναγγελλη ο, τι βλεπει.
7 Και ειδεν αναβατας δυο ιππεις, αναβατην ονου και αναβατην καμηλου· και επροσεξεν επιμελως μετα πολλης προσοχης.
8 Και εφωναξεν ως λεων, Ακαταπαυστως, κυριε μου, ισταμαι εν τη σκοπια την ημεραν και φυλαττω πασας τας νυκτας·
9 και ιδου, ερχονται εδω αναβαται ανδρες δυο ιππεις. Και απεκριθη και ειπεν, Επεσεν, επεσεν η Βαβυλων, και πασαι αι γλυπται εικονες των θεων αυτης συνετριφθησαν κατα γης.
10 Αλωνισμα μου και σιτε του αλωνιου μου, εφανερωσα εις εσας εκεινο, το οποιον ηκουσα παρα του Κυριου των δυναμεων, του Θεου του Ισραηλ.
11 Η κατα Δουμα ορασις. Προς εμε φωναζει απο Σηειρ, Φρουρε, τι περι της νυκτος; φρουρε, τι περι της νυκτος;
12 Ο φρουρος ειπε, Το πρωι ηλθεν, ετι και η νυξ· αν θελητε να ερωτησητε, ερωτατε· επιστρεψατε, ελθετε.
13 Η κατα Αραβιας ορασις. Εν τω δασει της Αραβιας θελετε διανυκτερευσει, συνοδιαι των Δαιδανιτων.
14 Φερετε υδωρ εις συναντησιν του διψωντος, κατοικοι της γης Θαιμαν· προυπαντατε με αρτους τον φευγοντα.
15 Διοτι φευγουσιν απο προσωπου των ξιφων, απο προσωπου του γεγυμνωμενου ξιφους και απο προσωπου του εντεταμενου τοξου και απο προσωπου της ορμης του πολεμου.
16 Διοτι ο Κυριος ειπεν ουτω προς εμε· Εντος ενος ετους, ως ειναι τα ετη του μισθωτου, θελει εκλειψει βεβαιως πασα η δοξα της Κηδαρ·
17 και το υπολοιπον του αριθμου των ισχυρων τοξοτων εκ των υιων του Κηδαρ θελουσιν ελαττωθη· διοτι Κυριος ο Θεος του Ισραηλ ελαλησε.
1 Pranašavimas apie pajūrio dykumą. Viesulas kyla iš pietų, ateina iš dykumos, iš baimę keliančio krašto.
2 Aš turėjau bauginantį regėjimą: plėšikas plėšia, naikintojas naikina. Pakilk, Elamai! Medija, apgulk! Aš padarysiu galą visiems vaitojimams.
3 Man strėnas skauda; skausmai suėmė mane lyg gimdyvę, aš nebegaliu girdėti nė matyti.
4 Mano širdis dreba, baimė ima mane; mano malonumų naktis Jis pavertė siaubu.
5 Stalas padengtas, kilimai ištiesti, jie valgo ir geria. Kunigaikščiai, pakilkite, patepkite skydus!
6 Viešpats man įsakė: "Eik, pastatyk sargą, ką jis matys, tepraneša!"
7 Jis pamatė vežimą, traukiamą poros žirgų, raitelį ant asilo ir raitelį ant kupranugario, ir jis labai atidžiai stebėjo.
8 Jis šaukė kaip liūtas: "Viešpatie, aš stoviu sargyboje dieną ir budžiu naktimis.
9 Štai, artėja vežimas ir pora raitelių". Jis atsakė ir tarė: "Krito, krito Babilonas, visi jo dievų atvaizdai sutrupinti guli ant žemės!"
10 O mano klojimo iškultieji grūdai! Ką girdėjau iš kareivijų Viešpaties, Izraelio Dievo, tą pranešiau jums.
11 Pranašavimas apie Dūmą. Jis šaukia man iš Seyro: "Sarge, kiek dar naktis tęsis? Sarge, kiek dar naktis tęsis?"
12 Sargas atsakė: "Rytas artėja ir naktis. Jei norite klausti, klauskite vėl; sugrįžkite ir klauskite!"
13 Pranašavimas apie Arabiją. Jūs nakvosite Arabijos miškuose, Dedano karavanai.
14 Trokštančiam duokite vandens, pabėgėlius pasitikite su duona, Temos krašto gyventojai.
15 Jie bėga nuo kardo, nuo iškelto kardo, nuo įtempto lanko, nuo baisaus karo.
16 Viešpats man sako: "Dar vieneri metai, ir visa Kedaro didybė pranyks.
17 Kedaro sūnų, drąsiųjų šaulių, išliks tik mažas likutis, nes Viešpats, Izraelio Dievas, taip kalbėjo".