1 Ουαι εις σε, οστις πορθεις και δεν επορθηθης· και καταδυναστευεις και δεν κατεδυναστευθης· οταν παυσης πορθων, θελεις πορθηθη· οταν τελειωσης καταδυναστευων, θελεις καταδυναστευθη.
2 Κυριε, ελεησον ημας· σε προσμενομεν· εσο βραχιων αυτων καθ' εκαστην πρωιαν και σωτηρια ημων εν καιρω θλιψεως.
3 Απο της φωνης του θορυβου οι λαοι εφυγον· απο της ανυψωσεως σου τα εθνη διεσκορπισθησαν.
4 Και τα λαφυρα σας θελουσι συναχθη, καθως συναγουσιν οι βρουχοι· θελουσι πηδησει επ' αυτον, καθως η ακρις πηδα εδω και εκει.
5 Ο Κυριος υψωθη· διοτι κατοικει εν υψηλοις· ενεπλησε την Σιων κρισεως και δικαιοσυνης.
6 Σοφια δε και επιστημη θελουσιν εισθαι η στερεωσις των καιρων σου και η σωτηριος δυναμις· ο φοβος του Κυριου, αυτος ειναι ο θησαυρος αυτου.
7 Ιδου, οι ανδρειοι αυτων θελουσι βοησει εξωθεν, και οι πρεσβεις της ειρηνης θελουσι κλαυσει πικρως.
8 Αι οδοι ηρημωθησαν, οι οδοιποροι επαυσαν· διελυσε την συνθηκην, απεβαλε τας πολεις, δεν λογιζεται ανθρωπον.
9 Η γη πενθει, μαραινεται· ο Λιβανος αισχυνεται, κατακοπτεται· ο Σαρων ομοιαζει ερημον· και η Βασαν και ο Καρμηλος κατετιναχθησαν.
10 Τωρα θελω σηκωθη, λεγει Κυριος· τωρα θελω υψωθη, τωρα θελω μεγαλυνθη.
11 Χνουν θελετε συλλαβει και αχυρον θελετε γεννησει· η πνοη σας ως πυρ θελει σας καταφαγει.
12 Και οι λαοι θελουσιν εισθαι ως καυσεις ασβεστου· ως ακανθαι κεκομμεναι θελουσι καυθη εν πυρι.
13 Οι μακραν, ακουσατε τι εκαμον· και σεις οι πλησιον, γνωρισατε την δυναμιν μου.
14 Οι αμαρτωλοι εν Σιων θελουσι τρομαξει· τρομος θελει καταλαβει τους υποκριτας, ωστε θελουσι λεγει, Τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα του κατατρωγοντος πυρος; τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα των αιωνιων καυσεων;
15 Ο περιπατων εν δικαιοσυνη και ο λαλων εν ευθυτητι· ο καταφρονων το κερδος των δυναστευσεων, ο σειων τας χειρας αυτου απο δωροληψιας, ο εμφραττων τα ωτα αυτου δια να μη ακουη περι αιματος, και ο κλειων τους οφθαλμους αυτου δια να μη ιδη το κακον·
16 ουτος θελει κατοικησει εν τοις υψηλοις· οι τοποι της υπερασπισεως αυτου θελουσιν εισθαι τα οχυρωματα των βραχων· αρτος θελει δοθη εις αυτον· το υδωρ αυτου θελει εισθαι βεβαιον·
17 Οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τον βασιλεα εν τη ωραιοτητι αυτου· θελουσιν ιδει την γην την μακραν.
18 Η καρδια σου θελει μελετα τον παρελθοντα τρομον, φωναζουσα, Που ειναι ο γραμματευς; που ο συζητητης; που ο λογιστης των πυργων;
19 δεν θελεις ιδει λαον αγριον, λαον βαθειας φωνης, ωστε να μη διακρινης· τραυλιζουσης γλωσσης, ωστε να μη εννοης.
20 Αναβλεψον εις την Σιων, την πολιν των εορτων ημων· οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει την Ιερουσαλημ ησυχον κατοικιαν, σκηνην ητις δεν θελει καταβιβασθη· οι πασσαλοι αυτης δεν θελουσι μετακινηθη εις τον αιωνα και ουδεν εκ των σχοινιων αυτης θελει κοπη.
21 Αλλ' εκει ο Κυριος της δοξης θελει εισθαι εις ημας τοπος πλατεων ποταμων και ρευματων· εκει δεν θελει εισελθει πλοιον δια κωπιων ουτε ναυς μεγαλοπρεπης θελει περασει εκειθεν.
22 Διοτι ο Κυριος ειναι ο κριτης ημων· ο Κυριος ειναι ο νομοθετης ημων· ο Κυριος ειναι ο βασιλευς ημων· αυτος θελει σωσει ημας.
23 Τα σχοινια σου εχαυνωθησαν· δεν δυνανται να στερεωσωσι το καταρτιον αυτων, δεν δυνανται να εξαπλωσωσι τα πανια· τοτε λεια μεγαλων λαφυρων θελει διαμερισθη· οι χωλοι θελουσι διαρπασει την λειαν.
24 Και ο κατοικος δεν θελει λεγει, Ητονησα· ο λαος ο κατοικων εν αυτη θελει λαβει αφεσιν ανομιας.
1 Vargas tau, naikintojau, kurio niekas nenaikina. Tu apgaulingai elgiesi, o tavęs niekas neapgaudinėja. Kai baigsi naikinti, pats būsi sunaikintas, ir kai baigsi apgaudinėti, tave apgaus.
2 Viešpatie, būk mums maloningas, mes laukiame Tavęs. Būk mūsų ranka kas rytą, išgelbėk nelaimės metu.
3 Tautos bėga nuo triukšmo; kai Tu pakyliišsisklaido giminės.
4 Jų grobis sunyks lyg skėrių sunaikintas derlius.
5 Viešpats yra išaukštintas, nes Jis gyvena aukštybėje. Jis pripildė Sioną teisingumu ir teisumu.
6 Jis duos laikus, saugius išgelbėjimo jėga, išmintimi, pažinimu. Viešpaties baimė bus jų turtas.
7 Štai karžygiai rauda lauke, taikos pasiuntiniai graudžiai verkia.
8 Keliai ištuštėjo, keliautojai išnyko. Jis sulaužė sandorą, miestus sunaikino, žmonėmis nesirūpina.
9 Kraštas liūdi ir nyksta: Libanas apleistas ir sunykęs, Saronas pavirto dykuma, Bašano ir Karmelio lapai nukrito.
10 Viešpats sako: "Dabar Aš kelsiuos ir būsiu išaukštintas.
11 Jūs pastojote šienu ir pagimdysite šiaudus. Jūsų kvapas sunaikins jus kaip ugnis.
12 Tautos bus kaip išdegtos kalkės, kaip nupjauti erškėčiai bus sudegintos ugnimi.
13 Išgirskite toli esantys, ką Aš padariau, arti esantys supraskite mano galią".
14 Siono nusidėjėliai išsigandę, veidmainiai dreba: "Kas gali gyventi prie viską ryjančios ugnies? Kas gali gyventi prie amžino karščio?"
15 Kas vaikšto teisiai ir kalba tiesą, kas paniekina priespaudos pelną, kas neima kyšių, kas užsikemša ausis ir nesiklauso kraują praliejančių, kas užmerkia akis ir nesigėri piktybėmis,
16 tas gyvens aukštumose; jo apsaugos pilis bus aukštose uolose, jis turės duonos ir jo vanduo neišseks.
17 Tavo akys matys karalių jo grožybėje, jos matys tolimą šalį.
18 Tu prisiminsi siaubo laikus: "Kur dingo mokesčių skaičiuotojas ir svėrėjas? Kur yra skaičiavęs bokštus?"
19 Tu nebematysi žiaurios tautos, tautos, kurios kalbos nesupranti, mikčiojančio liežuvio, kuris tau svetimas.
20 Žvelk į Sioną, mūsų iškilmių miestą. Tavo akys tesidžiaugia Jeruzale: tvirtais pastatais, nesugriaunama palapine, kurios stulpai nepašalinami ir virvės nesutraukomos.
21 Šlovingas Viešpats yra mūsų gyrius ir plačių srovių versmė. Čia nepasirodys irkluotojų valtis ir neplauks išdidus laivas.
22 Viešpats yra mūsų teisėjas, Viešpatsmūsų valdovas, Viešpats mūsų karalius; Jis išgelbės mus.
23 Tavo virvės atsileidusios; jos tvirtai nebelaiko stiebo savo vietoje nei išpūstų burių. Tada bus dalinamas didelis grobis, net raišieji gaus dalį.
24 Nė vienas iš gyventojų nesakys: "Aš sergu". Žmonėms, kurie čia gyvens, bus atleistos kaltės.